Α Κορ. 2,6 Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν
ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος
τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος
τούτου τῶν καταργουμένων·
Α Κορ. 2,6 Και ημείς οι Απόστολοι διδάσκομεν βέβαια σοφίαν, αλλά
μεταξύ των ωρίμων και προωδευμένων, από απόψεως πνευματικής, ανθρώπων, όχι όμως
την σοφίαν των ανθρώπων του αμαρτωλού τούτου αιώνος ούτε των αρχόντων του
κόσμου τούτου, των οποίων η εξουσία είναι προσωρινή και θα καταλυθή.
Α Κορ. 2,7 ἀλλὰ λαλοῦμεν
σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν
προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν,
Α Κορ. 2,7 Αλλά λαλούμεν και κηρύσσομεν σοφίαν μυστηριώδη,
απρόσιτον εις την ανθρωπίνην διάνοιαν, σοφίαν του Θεού, η οποία μολονότι έχει
αποκαλυφθή από τον Θεόν, εις μεν τους πιστούς, δια την ασθένειαν του ανθρωπίνου
νου, δεν είναι εις όλον της το βάθος και το πλάτος γνωστή, εις δε τους απίστους
και αδιαφωτίστους είναι ακόμη κρυμμένη. Αυτήν την σοφίαν προώρισεν ο Θεός, πριν
ακόμη γίνη η εν χρόνω δημιουργία, να την φανερώση, δια να δοξάση ημάς τους πιστούς.
Α Κορ. 2,8 ἣν οὐδεὶς
τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν·
εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς
δόξης ἐσταύρωσαν·
Α Κορ. 2,8 Αυτήν δε την σοφίαν κανείς από τους άρχοντας του
κόσμου τούτου δεν την έχει γνωρίσει. Διότι αν την είχαν γνωρίσει, δεν θα
έφθανάν ποτέ μέχρι τέτοιου σημείου σκοτισμού και καταπτώσεως, ώστε να
σταυρώσουν τον Κυριον της δόξης.
Α Κορ. 2,9 ἀλλὰ καθὼς
γέγραπται, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς
οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ
ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν
αὐτόν.
Α Κορ. 2,9 Αλλ' εγινε αυτό σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφή εις
την Παλαιάν Διαθήκην· “εκείνα που έχει ετοιμάσει ο Θεός από καταβολής κόσμου
δια τους αγαπώντας αυτόν είναι τέτοια, τα οποία μάτι δεν είδε ποτέ και αυτί δεν
έχει ακούσει και ανθρώπινος νους δεν έχει φαντασθή”.
Ματθ. 22,15 Τότε πορευθέντες οἱ
Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον ὅπως αὐτὸν
παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ.
Ματθ. 22,15 Τοτε έφυγαν οι Φαρισαίοι και έκαμαν συμβούλιον και
απεφάσισαν να παγιδεύσουν τον Ιησούν με συζήτησιν, που θα άνοιγαν μαζή του.
Ματθ. 22,16 καὶ ἀποστέλλουσιν
αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν
Ἡρῳδιανῶν λέγοντες· διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς
εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ
διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ
γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων·
Ματθ. 22,16 Και στέλνουν εις αυτόν τους μαθητάς των μαζή με τους
οπαδούς του Ηρώδου, που ήσαν φίλοι των κατακτητών Ρωμαίων, και του είπαν·
“διδάκαλε, γνωρίζομεν καλά ότι είσαι φιλαλήθης και ειλικρινής και ότι τον
δρόμον του Θεού με κάθεν αλήθειαν διδάσκεις και δεν σε μέλει για τίποτε, διότι
δεν αποβλέπεις, πως να φανής ευχάριστος στους ανθρώπους·
Ματθ. 22,17 εἰπὲ οὖν
ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον
Καίσαρι ἢ οὔ;
Ματθ. 22,17 Πες μας λοιπόν, τι γνώμην έχεις; Επιτρέπεται να
πληρώνωμεν φόρον στον Καίσαρα η όχι;” (Η ερώτησις ήτο δολία και πανούργος,
διότι εάν έλεγε “ναι” ο Κυριος, θα τον κατήγγελλαν στον λαόν ότι ευνοεί την
τυραννικήν κατοχήν των Ρωμαίων· εάν έλεγε “όχι”, θα τον κατήγγελλαν στους
Ρωμαίους ως επαναστάτην και εχθρόν του Καίσαρος).
Ματθ. 22,18 γνοὺς δὲ ὁ
Ἰησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· τί με
πειράζετε, ὑποκριταί;
Ματθ. 22,18 Αλλ' ο Ιησούς κατενόησεν αμέσως την πονηρία των και
είπε· “διατί με πειράζετε υποκριταί;
Ματθ. 22,19 ἐπιδείξατέ μοι τὸ
νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ
δηνάριον.
Ματθ. 22,19 Δείξτε μου το νόμισμα που πληρώνετε ως φόρον”. Εκείνοι
δε του έφεραν ένα δηνάριον.
Ματθ. 22,20 καὶ λέγει αὐτοῖς·
τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή;
Ματθ. 22,20 Και λέγει εις αυτούς· “Τινος είναι η εικών αυτή και η
επιγραφή;”
Ματθ. 22,21 λέγουσιν αὐτῷ·
Καίσαρος· τότε λέει αὐτοῖς· ἀπόδοτε οὖν τὰ
Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ.
Ματθ. 22,21 Απήντησαν εις αυτόν· “του Καίσαρος”. Τοτε τους λέγεις·
“δώστε, λοιπόν, πίσω στον Καίσαρα, αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα, και στον
Θεόν, αυτά που ανήκουν στον Θεόν”
Ματθ. 22,22 καὶ ἀκούσαντες
ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον.
Ματθ. 22,22 Και ακούσαντες έμειναν κατάπληκτοι· άφησαν αυτόν και
απήλθαν, χωρίς να τολμήσουν να συνεχίσουν την ζυζήτησιν.