Ἀπόστολος: ( Β΄Κορ. δ΄ 6- 15 )
Β Κορ. 4,6 ὅτι ὁ Θεὸς
ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν
ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς
γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Β Κορ. 4,6 Και τούτο, διότι ο Θεός, ο οποίος κατά τους χρόνους
της δημιουργίας διέταξε να λάμψη φως αντί του σκότους που υπήρχε τότε, αυτός
έλαμψεν εις τας καρδίας μας και τας εφώτισεν, όχι μόνον δια να γνωρίσωμεν
ημείς, αλλά δια να μεταδώσωμεν και στους άλλους φωτεινήν και καθαράν την γνώσιν
της δόξης του Θεού, η οποία δόξα εφανερώθη δια του Ιησού Χριστού.
Β Κορ. 4,7 Ἔχομεν δὲ τὸν
θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ
ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ
μὴ ἐξ ἡμῶν,
Β Κορ. 4,7 Εχομεν δε αυτόν τον ανεκτίμητον θησαυρόν της ενδόξου
γνώσεως μέσα εις τα σώματα μας, τα αδύνατα και εύθραστα σαν όστρακα, δια να
φαίνεται έτσι καθαρά ότι ο υπεράφθονος πλούτος της δυνάμεως είναι και
προέρχεται από τον Θεόν και όχι από ημάς.
Β Κορ. 4,8 ἐν παντὶ
θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿
οὐκ ἐξαπορούμενοι,
Β Κορ. 4,8 Ετσι δε εξηγείται η υπερνίκησις των αναριθμήτων
εμποδίων και κινδύνων που συναντώμεν στο έργον μας. Διότι όντως ημείς οι
Απόστολοι παντού και πάντοτε θλιβόμεθα, χωρίς όμως να φθάνωμεν εις αδιέξοδον
και καταθλιπτικήν στενοχωρίαν. Περιπίπτομεν εις απορίαν και αμηχανίαν, χωρίς
ποτέ να αποθαρρυνώμεθα και να μη ευρίσκωμεν λύσιν και απάντησιν εις τας απορίας
μας.
Β Κορ. 4,9 διωκόμενοι ἀλλ᾿
οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι,
Β Κορ. 4,9 Διωκόμεθα από απίστους και ψευδαδέλφους, αλλά δεν
εγκαταλειπόμεθα από τον Θεόν. Φαίνεται μερικές φορές, ότι καταβαλλόμεθα και
ριπτόμεθα από τους εχθρούς μας κάτω ως ηττημένοι, αλλά δεν χανόμεθα.
Β Κορ. 4,10 πάντοτε τὴν
νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι
περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ
ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ.
Β Κορ. 4,10 Οπου και αν περιοδεύωμεν, φέρομεν στο σώμα μας πάντοτε
τας οδύνας και τον θάνατον του Κυρίου Ιησού, κινδυνεύοντες όπως εκείνος και να
αποθάνωμεν εις κάθε στιγμήν. Τούτο όμως, δια να φανερωθή εις την ζωήν και
ύπαρξιν μας, που πάντοτε διαφεύγει τον θάνατον, η ζωή και η δύναμις του Ιησού.
Β Κορ. 4,11 ἀεὶ γὰρ
ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ
Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ
φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν.
Β Κορ. 4,11 Διότι πάντοτε ημείς, που ζώμεν δια το έργον του
Κυρίου, παραδιδόμεθα εις θάνατον δια την δόξαν του Ιησού, ώστε η ζωή και η
δύναμις του Ιησού Χριστού να φανή στο θνητόν μας σώμα, το οποίον ο Κυριος κατά
θαυμαστούς τρόπους σώζει.
Β Κορ. 4,12 ὥστε ὁ μὲν
θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ
ἐν ὑμῖν.
Β Κορ. 4,12 Ωστε οι μεν καθημερινοί θανάσιμοι κίνδυνοι υπάρχουν εις
ημάς, η δε πνευματική ζωη, που προέρχεται από τον ιδικόν μας θάνατον,
ενεργείται και αυξάνεται εις σας.
Β Κορ. 4,13 ἔχοντες δὲ τὸ
αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ
γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς
πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν,
Β Κορ. 4,13 Επειδή όμως έχομεν το αυτό Αγιον Πνεύμα, που μας
χαρίζει και μας στερεώνει εις την πίστιν, σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένον
εις την Παλαιάν Διαθήκην “επίστευσα και δι' αυτό ελάλησα”. και ημείς πιστεύομεν
κατά τρόπον ορθόν και σταθερόν στον Κυριον, δι' αυτό και με θάρρος κηρύττομεν
την διδασκαλίαν της πίστεώς μας.
Β Κορ. 4,14 εἰδότες ὅτι ὁ
ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ
Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν.
Β Κορ. 4,14 Από αυτήν δε την πίστιν αντλούμεν την βεβαίαν γνώσιν,
ότι ο Θεός και Πατήρ, ο οποίος ανέστησε το Κυριον Ιησούν, θα αναστήση και ημάς
δια μέσου του Ιησού και θα μας θέση κοντά του, μαζή με σας, ενδόξους εις την
βασιλείαν του.
Β Κορ. 4,15 τὰ γὰρ πάντα
δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν
πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν
τοῦ Θεοῦ.
Β Κορ. 4,15 Διότι όλα γίνονται δια σας, ώστε η ευεργεσία και η
δωρεά του Θεού, που γίνεται εις ημάς, να γίνη και ιδική σας ευεργεσία και να
πλεονάση εις όλους. Ετσι δε σεις και ημείς, που είμεθα οι ευεργετούμενοι, να
ευχαριστούμεν τον Θεόν, ώστε και η ευχαριστία να πλεονάζή και να περισσεύη προς
δόξαν του Θεού.
Εὐαγγέλιο: ( Ίωάν. ζ΄14- 30 )
Ιω. 7,14 Ἤδη δὲ τῆς
ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ
ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε.
Ιω. 7,14 Οταν δε η εορτή ευρίσκετο στο μέσον, δηλαδή κατά
την τετάρτην ημέραν, ανέβηκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και εδίδασκε τα
πλήθη.
Ιω. 7,15 καὶ ἐθαύμαζον
οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα οἶδε
μὴ μεμαθηκώς;
Ιω. 7,15 Και εθαύμαζαν οι Ιουδαίοι και έλεγαν· “πως αυτός
γνωρίζει γράμματα, χωρίς να έχη μαθητεύσει εις καμμίαν ραββινικήν σχολήν;”
Ιω. 7,16 ἀπεκρίθη οὖν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ
ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ
τοῦ πέμψαντός με·
Ιω. 7,16 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς και είπε· “η
διδασκαλία μου δεν είναι ανθρωπίνη, ωσάν αυτήν που διδάσκουν οι ραββίνοι εις
τας σχολάς των, αλλά ούτε και ιδική μου· είναι διδασκαλία εκείνου, ο οποίος με
έστειλε στον κόσμον.
Ιω. 7,17 ἐάν τις θέλῃ
τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς
διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ
ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ λαλῶ.
Ιω. 7,17 Οποιος θέλει ειλικρινώς να πράττη το θέλημα του
Θεού, θα γνωρίση από την προσωπικήν του πείραν, ποίον από τα δύο είναι αληθινό·
Από τον Θεόν προέρχεται η διδασκαλία μου η εγώ από τον ευατόν μου την έχω
επινοήσει.
Ιω. 7,18 ὁ ἀφ᾿
ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ,
ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος
ἀληθής ἐστι, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ
ἔστιν.
Ιω. 7,18 Εκείνος που διδάσκει από τον ευατόν του, ζητεί
να δοξασθή ο ίδιος ως διδάσκαλος. Αυτός όμως που ζητεί την δόξαν εκείνου που
τον έχει στείλει, αυτός είναι αληθινός εις όλα όσα λέγει, διότι κινείται από
ανιδιοτελή ελατήρια και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία αμαρτία.
Ιω. 7,19 οὐ Μωϋσῆς
δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ
ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι;
Ιω. 7,19 Ο Μωϋσής δεν έδωκε εις σας τον νόμον; Και όμως
κανείς από σας δεν φυλάσσει τον νόμον. Διότι εάν τηρήτε τον νόμον, τότε διατί
ζητείτε να με φονεύσετε, αφού ο νόμος ρητός απαγορεύει τον φόνον;”
Ιω. 7,20 ἀπεκρίθη ὁ
ὄχλος καὶ εἶπε· δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ
ἀποκτεῖναι;
Ιω. 7,20 Απήντησεν ο όχλος και είπε· “έχεις δαιμόνιον που
σου σκοτίζει τον νουν. Ποιός ζητεί να σε φονεύση;”
Ιω. 7,21 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα,
καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο.
Ιω. 7,21 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε· “έκαμα ένα
έργον (εθεράπευσα τον παράλυτον) και όλοι απορήσατε, διότι ενομίσατε ότι
κατέλυσα την αργίαν του Σαββάτου.
Ιω. 7,22 Μωϋσῆς δέδωκεν
ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ
Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν
σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον.
Ιω. 7,22 Ο Μωϋσής σας έδωσε την περιτομήν. Δια την
ακρίβειαν, δεν έχει καθιερωθή από τον Μωϋσέα η περιτομή, αλλά από την παράδοσιν
των παλαιοτέρων προγόνων σας. Και εάν τύχη η ογδόη ημέρα από την γέννησιν του
βρέφους να είναι Σαββατον, και τότε κάνετε περιτομήν στον άνθρωπον.
Ιω. 7,23 εἰ περιτομὴν
λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁ
νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον
ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ!
Ιω. 7,23 Εάν, λοιπόν, υποχρεωτικώς παίρνη ο άνθρωπος
περιτομήν κατά το Σαββατον, δια να μη καταλυθή ο νόμος του Μωϋσέως, που ορίζει
πως οπωσδήποτε κατά την ογδόην ημέραν πρέπει να γίνη η περιτομή, σεις
εκδηλώνετε όλην την πικρίαν σας εναντίον μου, διότι ολόκληρον άνθρωπον τον
έκαμα υγιή κατά την ημέραν του Σαββάτου!
Ιω. 7,24 μὴ κρίνετε κατ᾿
ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε.
Ιω. 7,24 Μη σχηματίζετε κρίσεις από τα εξωτερικά
φαινόμενα, αλλά να κρίνετε δικαίως, όπως επιβάλλουν τα πράγματα, η λογική και ο
Θεός”.
Ιω. 7,25 Ἔλεγον οὖν
τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν· οὐχ οὗτός ἐστιν
ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι;
Ιω. 7,25 Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Ιεροσολυμίτας·
“δεν είναι αυτός, που οι άρχοντες ζητούν να τον φονεύσουν;
Ιω. 7,26 καὶ ἴδε
παῤῥησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ
λέγουσι. μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι
οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;
Ιω. 7,26 Και ιδού, ότι ομιλεί άφοβα και φανερά και τίποτε
δεν αντιλέγουν εις αυτόν. Μηπως πραγματικά εκατάλαβαν οι άρχοντες, ότι αυτός
αληθώς είναι ο Χριστός;
Ιω. 7,27 ἀλλὰ τοῦτον
οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν
ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν.
Ιω. 7,27 Αλλά τούτον εδώ γνωρίζομεν καλά από που και από
ποιούς κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν έλθη, κανείς δεν γνωρίζει από που και
πότε έρχεται”.
Ιω. 7,28 ἔκραξεν οὖν
ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ
λέγων· κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί·
καὶ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ᾿
ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς
οὐκ οἴδατε·
Ιω. 7,28 Εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Ιησούς τότε εις τας
αυλάς του ναού διδάσκων και λέγων· “και εμέ γνωρίζετε και από που είμαι
γνωρίζετε. Η γνώσις σας όμως είναι ατελής. Διότι δεν γνωρίζετε, ότι εγώ δεν έχω
έλθει από τον εαυτόν μου, αλλά έχω έλθει από τον Θεόν, που με έστειλε και ο
οποίος είναι ο απολύτως αληθινός. Αυτόν όμως εσείς δεν τον γνωρίζετε. Δι' αυτό
δε και δεν είσθε εις θέσιν να γνωρίσετε την γνησίαν και αληθή αποστολή μου.
Ιω. 7,29 ἐγὼ οἶδα
αὐτόν, ὅτι παρ᾿ αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός
με ἀπέστειλεν.
Ιω. 7,29 Εγώ όμως τον γνωρίζω, διότι έχω γεννηθή
προαιωνίως από αυτόν και έχω, ως Θεός, την αυτήν με εκείνον ουσίαν και φύσιν,
και εκείνος με έστειλεν στον κόσμον”.
Ιω. 7,30 Ἐζήτουν οὖν
αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿
αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ
ὥρα αὐτοῦ.
Ιω. 7,30 Εξ αιτίας αυτών που είπε, εζητούσαν πάλιν να τον
πιάσουν οι Ιουδαίοι. Κανείς όμως δεν άπλωσε εις αυτόν το χέρι, διότι ακόμη δεν
είχεν έλθει η ώρα, η ωρισμένη από τον Θεόν.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/