Ἀπόστολος: (Β΄Κορ. ια΄1- 6 )
Β Κορ. 11,1 Ὄφελον ἀνείχεσθέ
μου μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ· ἀλλὰ καὶ
ἀνέχεσθέ μου·
Β Κορ. 11,1 Θα ήθελα, και το εκφράζω ως ευχήν, να εδείχνατε
ανοχήν εις κάποιαν μικράν απερισκεψίαν, που θα κάμω τώρα. Και έχω την
πεποίθησιν, ότι θα μου δείξατε αυτήν την ανοχήν.
Β Κορ. 11,2 ζηλῶ γὰρ ὑμᾶς
Θεοῦ ζήλῳ· ἡρμοσάμην γὰρ ὑμᾶς ἑνὶ
ἀνδρί, παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι τῷ Χριστῷ·
Β Κορ. 11,2 Διότι σας αγαπώ υπερβολικά μέχρι του σημείου να σας
ζηλεύω με ζηλοτυπίαν σαν εκείνην, με την οποίαν ο Θεός αγαπά και τρόπον τινά
ζηλοτυποί τους ανθρώπους. Και τούτο, διότι σας έχω ενώσει με δεσμούς αρραβώνος
προς ένα άνδρα, δηλαδή τον Χριστόν, δια να παρουσιάσω την ψυχήν σας αγνήν και
καθαράν προς αυτόν, ως παρθένον και πνευματικήν νύμφην.
Β Κορ. 11,3 φοβοῦμαι δὲ
μήπως, ὡς ὁ ὄφις Εὔαν ἐξηπάτησεν ἐν τῇ
πανουργίᾳ αὐτοῦ, οὕτω φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν
ἀπὸ τῆς ἁπλότητος τῆς εἰς τὸν
Χριστόν.
Β Κορ. 11,3 Φοβούμαι όμως μήπως, όπως άλλοτε ο όφις εδελέασε και
εξηπάτησε την Εύαν με την πανουργίαν του, έτσι εξαπατήση και σας και διαφθαρούν
αι σκέψεις τα φρονήματα του νου και της καρδίας σας και ξεπέσετε από την
απλότητα και την ειλικρίνειαν, που πρέπει να έχωμεν προς τον Χριστόν.
Β Κορ. 11,4 εἰ μὲν γὰρ
ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὃν οὐκ
ἐκηρύξαμεν, ἢ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὃ οὐκ
ἐλάβετε, ἢ εὐαγγέλιον ἕτερον ὃ οὐκ ἐδέξασθε,
καλῶς ἀνείχεσθε.
Β Κορ. 11,4 Φοβούμαι μήπως παρασυρθήτε από ψευδοδιδασκάλους. Διότι
εάν ο πρώτος τυχόν, που έρχεται ως διδάσκαλος, κηρύσση εις σας άλλον Ιησούν,
τον οποίον ημείς δεν εκηρύξαμεν η, εάν παίρνετε από αυτόν άλλο Αγιον Πνεύμα, το
οποίον δεν έχετε λάβει η άλλο Ευαγγέλιον, το οποίον δεν ηκούσατε και δεν
επήρατε, δικαιολογημένα θα εδείχνατε ανοχήν και υπομονήν να ακούσετε τον νέον
διδάσκαλον.
Β Κορ. 11,5 λογίζομαι γὰρ μηδὲν
ὑστερηκέναι τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων.
Β Κορ. 11,5 Τωρα όμως διατί δίδετε προσοχήν εις αγνώστους και
αδοκίμους διδασκάλους; Διατί φρονώ ότι εγώ δεν έχω υπολειφθή καθόλου εις την
διδασκαλίαν και στο έργον του Ευαγγελίου (και δεν έχω υπολειφθή καθόλου), ούτε
από τους πιο μεγάλους μεταξύ των Αποστόλων.
Β Κορ. 11,6 εἰ δὲ καὶ
ἰδιώτης τῷ λόγῳ, ἀλλ᾿ οὐ τῇ γνώσει, ἀλλ᾿
ἐν παντὶ φανερωθέντες ἐν πᾶσιν εἰς ὑμᾶς.
Β Κορ. 11,6 Και αν ακόμη παραδεχθώ, ότι είμαι απλούς, άκομψος,
χωρίς ρητορείαν εις την διδασκαλίαν μου, δεν είμαι όμως πτωχός και άπειρος κατά
την γνώσιν. Αλλ' εις κάθε περίστασιν, είτε δρων είτε διδάσκων, είτε ενεργών,
εφανερώθημεν εις σας (ποίο είμεθα, ότι δηλαδή δεν είμεθα καθόλου κατώτεροι από
τους άλλους Αποστόλους).
Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. ιβ΄32- 40 )
Λουκ.
12,32 Μὴ φοβοῦ τὸ
μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν
δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν.
Λουκ. 12,32 Μη φοβείσθε σεις, που είσθε μικρόν ποίμνιον, εν
συγκρίσει προς το πολύ πλήθος των απίστων, διότι ο Πατήρ σας ευδόκησε να δώση
εις σας την βασιλείαν των ουρανών. (Πολύ δε περισσότερον θα σας δώση τα
πρόσκαιρα υλικά αγαθά).
Λουκ.
12,33 πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα
ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε ἑαυτοῖς
βαλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς
οὐρανοῖς ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ
σὴς διαφθείρει·
Λουκ. 12,33 Εάν βλέπετε ότι τα υλικά αγαθά σας γίνονται εμπόδιον
δια την βασιλείαν των ουρανών, πωλήσατε τα υπάρχοντα σας και δώστε ελεημοσύνην.
Και κάμετε έτσι τον ευατόν σας θησαυροφυλάκια που δεν παλαιώνουν ποτέ, θησαυρόν
στους ουρανούς που δεν χάνεται, εκεί όπου ο κλέπτης δεν πλησιάζει και ούτε ο
σκόρος καταστρέφει.
Λουκ.
12,34 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ
θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν
ἔσται.
Λουκ. 12,34 Διότι, όπου είναι ο θυσαυρός σας, εκεί θα είναι και η
καρδία σας.
Λουκ.
12,35 Ἔστωσαν ὑμῶν
αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι·
Λουκ. 12,35 Ας είναι ζωσμένη η μέση σας και τα λυχνάρια σας πάντοτε
αναμμένα· να είσθε δηλαδή έτοιμοι και άγρυπνοι να εκτελήτε το θέλημα του
Κυρίου, δια να αποκτήσετε έτσι θησαυρούς στον ουρανόν.
Λουκ.
12,36 καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι
ἀνθρώποις προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν, πότε ἀναλύσει
ἐκ τῶν γάμων, ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως
ἀνοίξωσιν αὐτῷ.
Λουκ. 12,36 Και σεις είσθε όμοιοι με ανθρώπους, οι οποίοι
περιμένουν τον κύριόν των, πότε θα επιστρέψη από τους γάμους, ώστε, όταν έλθη
και κτυπήση την θύραν, να του ανοίξουν αμέσως.
Λουκ.
12,37 μακάριοι οἱ δοῦλοι
ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει
γρηγοροῦντας. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ αὐτούς, καὶ παρελθὼν
διακονήσει αὐτοῖς.
Λουκ. 12,37 Μακάριοι είναι οι δούλοι εκείνοι, τους οποίους, όταν
έλθη ο Κυριος, θα τους εύρη να αγρυπνούν. Σας διαβεβαιώνω ότι αυτός θα γίνη
διάκονός των, θα ζώση την μέσην του, δια να μη εμποδίζεται εις τας κινήσστου
από τα ενδύματά του, θα τους βάλη να καθίσουν εις την τράπεζαν του φαγητού και
αυτός ο ίδιος θα έλθη κοντά τους και θα τους υπηρετήση.
Λουκ.
12,38 καὶ ἐὰν ἔλθῃ
ἐν τῇ δευτέρᾳ φυλακῇ καὶ ἐν τῇ τρίτῃ
φυλακῇ ἔλθῃ καὶ εὕρῃ οὕτω, μακάριοί εἰσιν
οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι.
Λουκ. 12,38 Και αν έλθη στο δεύτερον τετράωρον της νυκτός και στο
τρίτον τετράωρον, κατά τα εξημερώματα, και τους εύρη έτσι, δηλαδή να τον
περιμένουν άγρυπνοι, σας λέγω, ότι είναι μακάριοι οι δούλοι εκείνοι.
Λουκ.
12,39 τοῦτο δὲ
γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ ὥρᾳ
ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν
ἀφῆκε διορυγῆναι τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Λουκ. 12,39 Τούτο δε το ξεύρετε και σεις, ότι εάν εγνώριζε ο
νοικοκύρης ποια ώρα έρχεται ο κλέπτης, θα έμενε άγρυπνος και δεν θα άφινε να
ανοιχθή τρύπα στο σπίτι του, δια να μπη μέσα ο κλέπτης και να κλέψη.
Λουκ.
12,40 καὶ ὑμεῖς οὖν
γίνεσθε ἕτοιμοι· ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.
Λουκ. 12,40 Και σεις λοιπόν να είσθε πάντοτε έτοιμοι, διότι εις
ώραν κατά την οποίαν δεν γνωρίζετε, έρχεται ο υιός του ανθρώπου” (είτε δια του
θανάτου ενός εκάστου, είτε κατά την δευτέραν παρουσίαν).