Ἀπόστολος: ( Β΄ Τιμ. α΄ 3 - 9 )
Β Τιμ. 1,3 Χάριν ἔχω τῷ
Θεῷ, ᾧ λατρεύω ἀπὸ προγόνων ἐν καθαρᾷ
συνειδήσει, ὡς ἀδιάλειπτον ἔχω τὴν περὶ σοῦ
μνείαν ἐν ταῖς δεήσεσί μου νυκτὸς καὶ ἡμέρας,
Β Τιμ. 1,3 Ευχαριστώ τον Θεόν, τον οποίον λατρεύω καθώς έχω
διδαχθή από τους προγόνους μου με καθαράν συνείδησιν, τον ευχαριστώ, διότι
συνεχώς και ακατάπαυστα σε ενθυμούμαι εις τας δεήσεις μου ημέραν και νύκτα.
Β Τιμ. 1,4 ἐπιποθῶν σε
ἰδεῖν, μεμνημένος σου τῶν δακρύων, ἵνα χαρᾶς
πληρωθῶ,
Β Τιμ. 1,4 Αναλογιζόμενος δε τα δάκρυά σου, όταν εχωριζόμεθα,
επιθυμώ παρά πολύ να σε ίδω, δια να γεμίσω από χαράν.
Β Τιμ. 1,5 ὑπόμνησιν
λαμβάνων τῆς ἐν σοὶ ἀνυποκρίτου πίστεως, ἥτις ἐνῴκησε
πρῶτον ἐν τῇ μάμμῃ σου Λωΐδι καὶ τῇ μητρί
σου Εὐνίκῃ, πέπεισμαι δὲ ὅτι καὶ ἐν σοί.
Β Τιμ. 1,5 Ενθυμούμαι δε συνεχώς την ανυπόκριτον και ειλικρινή
πίστιν σου, η οποία πρώτον είχεν κατοικήσει εις την ψυχήν της μάμμης σου Λωΐδος
και της μητρός σου Ευνίκης· έχω δε την πεποίθησιν, ότι κατοικεί και παραμένει
επίσης και εις σε.
Β Τιμ. 1,6 δι᾿ ἣν αἰτίαν
ἀναμιμνήσκω σε ἀναζωπυρεῖν τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ,
ὅ ἐστιν ἐν σοὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν
χειρῶν μου·
Β Τιμ. 1,6 Δι' αυτό και σου υπενθυμίζω να αναζωπυρώνης το
χάρισμα του Θεού, που υπάρχει εις σε και το οποίον έχεις λάβει με την επίθεσιν
των ιδικών μου χειρών.
Β Τιμ. 1,7 οὐ γὰρ ἔδωκεν
ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ
δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ.
Β Τιμ. 1,7 Διότι δεν μας έδωκεν ο Θεός πνεύμα δειλίας, ώστε να
φοβούμεθα δυσκολίας και απειλάς και διωγμούς, αλλά μας έδωκε πνεύμα δυνάμεως,
δια να νικώμεν, και αγάπης και σωφρονισμού, ώστε με σύνεσιν να καθοδηγούμεν
στον δρόμον του Θεού τον ευατόν μσας και τους άλλους.
Β Τιμ. 1,8 μὴ οὖν ἐπαισχυνθῇς
τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ
τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ
κατὰ δύναμιν Θεοῦ,
Β Τιμ. 1,8 Και, λοιπόν, μη δειλιάσης ποτέ και μη εντραπής να
ομολογής την καλήν μαρτυρίαν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού· μη εντραπής ακόμη
και εμέ, τον δέσμιον και φυλακισμένον δια την ομολογίαν του Χριστού, αλλά
κακοπάθησε μαζή μου προς χάριν του Ευαγγελίου, σύμφωνα με την δύναμιν, που
δίδει ο Θεός.
Β Τιμ. 1,9 τοῦ σώσαντος ἡμᾶς
καὶ καλέσαντος κλήσει ἁγίᾳ, οὐ κατὰ τὰ ἔργα
ἡμῶν, ἀλλὰ κατ᾿ ἰδίαν πρόθεσιν καὶ
χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
πρὸ χρόνων αἰωνίων,
Β Τιμ. 1,9 Αυτός ο Θεός μας έσωσε και μας εκάλεσε με κλήσιν
αγίαν, όχι δια την αξίαν των έργων μας, αλλά σύμφωνα με την ιδικήν του αγαθήν
θέλησιν και χάριν, η οποία μας εδόθη δια του Ιησού Χριστού, πριν ακόμη λάβη
ύπαρξιν ο κόσμος (εφ' όσον προαιωνίως είχεν αποφασίσει ο Θεός την σωτηρίαν
μας).
Εὐαγγέλιο: ( Μαρκ. δ΄ 1 - 9 )
Μαρκ. 4,1 Καὶ πάλιν ἤρξατο
διδάσκειν παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ συνήχθη πρὸς αὐτὸν
ὄχλος πολύς, ὥστε αὐτὸν ἐμβάντα εἰς τὸ
πλοῖον καθῆσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ· καὶ πᾶς
ὁ ὄχλος πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς
ἦσαν.
Μαρκ. 4,1 Και πάλιν ήρχισε να διδάσκη ο Ιησούς εις την
παραλίαν. Και εμαζεύθηκε πολύς λαός, δια να τον ακούση, ώστε αυτός ηναγκάσθη να
ανεβή στο πλοίον και να καθίση εις αυτό μέσα εις την θάλασσαν. Ολος δε ο λαός
ευρίσκετο εις την ξηράν πλησίον της θαλάσσης.
Μαρκ. 4,2 καὶ ἐδίδασκεν
αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς πολλά, καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς
ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ·
Μαρκ. 4,2 Και τους εδίδασκε πολλά με παραβολάς και τους έλεγεν
εις την διδασκαλίαν του·
Μαρκ. 4,3 ἀκούετε. ἰδοὺ
ἐξῆθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι.
Μαρκ. 4,3 “Ακούσατε με προσοχήν. Ιδού εβγήκε ο γεωργός να
σπείρη.
Μαρκ. 4,4 καὶ ἐγένετο ἐν
τῷ σπείρειν ὃ μὲν ἔπεσεν ἐπὶ τὴν ὁδόν,
καὶ ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ κατέφαγον αὐτό·
Μαρκ. 4,4 Και καθώς έσπερνε ένα μέρος του σπόρου έπεσε στον
δρόμον και ήλθαν τα πτηνά και τον κατέφαγαν.
Μαρκ. 4,5 καὶ ἄλλο ἔπεσεν
ἐπὶ τὸ πετρῶδες, ὅπου οὐκ εἶχε γῆν
πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν
βάθος γῆς,
Μαρκ. 4,5 Και άλλο έπεσεν εις έδαφος πετρώδες, όπου δεν είχε
πολύ χώμα και αμέσως εβλάστησε, διότι δεν είχε βάθος γης.
Μαρκ. 4,6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος
ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ῥίζαν
ἐξηράνθη·
Μαρκ. 4,6 Οταν δε ανέτειλε ο ήλιος, εκαψαλίσθηκε από τον
καύσωνα και επειδή δεν είχε ρίζαν εξηράθηκε.
Μαρκ. 4,7 καὶ ἄλλο ἔπεσεν
εἰς τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι
καὶ συνέπνιξαν αὐτό, καὶ καρπὸν οὐκ ἔδωκε·
Μαρκ. 4,7 Και άλλο έπεσεν εις τα αγκάθια· εβλάστησαν δε και
εμεγάλωσαν τα αγκάθια, το έπνιξαν ολόγυρα και δεν απέδωσε καρπόν.
Μαρκ. 4,8 καὶ ἄλλο ἔπεσεν
εἰς τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν
ἀναβαίνοντα καὶ αὐξάνοντα, καὶ ἔφερεν ἐν
τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν.
Μαρκ. 4,8 Και άλλο έπεσεν εις την γην την γόνιμον και απέδιδε
καρπόν καθώς εβλάστανε προς τα άνω και εμέστωνε. Και έφερε αλλού τριάντα
κόκκους, αλλού εξήντα και αλλού εκατόν”.
Μαρκ. 4,9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς·
ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Μαρκ. 4,9 Και έλεγεν εις αυτούς· “εκείνος που έχει αυτιά να
ακούη, ας ακούη”. (Εκείνος που έχει αγαθήν διάθεσιν ας ακούση και ας διδαχθή).