16 Ἰανουαρίου 1982
«Ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασι. Αἰσθάνομαι πόσο ἔντονα ἐργάζονται μυστικὰ
γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἀρχίσανε μὲ τὴν γλῶσσα. Ὅσο ξεπέφτει ἡ
γλῶσσα τόσο ξεπέφτει ὁ λαός.
Λένε ὅτι θέλουν νὰ εὐκολύνουν τὰ παιδιά. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό. Τὰ
παιδιὰ καὶ πάλι δὲν θὰ μάθουν γράμματα, γιατὶ ἄλλο εἶναι τὸ αἴτιο.
Τὸ αἴτιο εἶναι ἡ ὀρφάνια, ἡ ἔλλειψη τοῦ πατέρα. Ἡ
ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ δίνει τόπο στὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ
μπερδεύεται μὲ τὸν νέο καὶ κάνει μπερδεμένη τὴν ψυχή.»
[…] Ὁ ἄσωτος ὅταν κατάλαβε τὴν ἀπελπιστικὴ κατάστασή του εἶπε μέσα του «Θὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸν πατέρα μου».
Γιὰ νὰ τὸ εἰπεῖ ὅμως αὐτὸ αἰσθανόταν ὅτι εἶχε πατέρα, γιατὶ μόνο ἕνας
ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πατέρα μπορεῖ νὰ εἰπεῖ «θὰ γυρίσω στὸν πατέρα μου».