Ἀπόστολος: ( Πράξ. ι΄ 21- 33 )
Πραξ. 10,21 καταβὰς δὲ
Πέτρος πρὸς τοὺς ἄνδρας εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ
εἰμι ὃν ζητεῖτε· τίς ἡ αἰτία δι᾿ ἣν
πάρεστε;
Πραξ. 10,21 Κατέβηκε πράγματι ο Πετρος προς τους ανθρώπους αυτούς
και είπε· “ιδού, εγώ είμαι αυτός που ζητείτε, ποιός είναι ο λόγος δια τον
οποίον ήρθατε εδώ;”
Πραξ. 10,22 οἱ δὲ εἶπον·
Κορνήλιος ἑκατοντάρχης, ἀνὴρ δίκαιος καὶ φοβούμενος τὸν
Θεόν, μαρτυρούμενός τε ὑπὸ ὅλου τοῦ ἔθνους τῶν
Ἰουδαίων, ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου ἁγίου
μεταπέμψασθαί σε εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι
ῥήματα παρὰ σοῦ.
Πραξ. 10,22 Εκείνοι δε του είπαν· “ο Κορνήλιος, ο εκατόνταρχος,
άνθωπος δίκαιος και φοβούμενος τον Θεόν, που μαρτυρείται ως ευσεβής από όλον το
έθνος των Ιουδαίων, επήρε εντολήν από άγιον άγγελον, να σε καλέση στο σπίτι του
και να ακούση από σένα λόγια Θεού”.
Πραξ. 10,23 εἰσκαλεσάμενος οὖν
αὐτοὺς ἐξένισε. Τῇ δὲ ἐπαύριον ἀναστὰς
ἐξῆλθε σὺν αὐτοῖς, καί τινες τῶν ἀδελφῶν
τῶν ἀπὸ τῆς Ἰόππης συνῆλθον αὐτῷ,
Πραξ. 10,23 Ο Πετρος τους εκάλεσε μέσα στο σπίτι και τους
εφολοξένησε. Την άλλην ημέραν εσηκώθηκε και μαζή με αυτούς ανεχώρησε δια την
Καισάρειαν. Μαζή του δε ανεχώρησαν και μερικοί αδελφοί από αυτούς, που έμεναν
εις την Ιόππην.
Πραξ. 10,24 καὶ τῇ ἐπαύριον
εἰσῆλθον εἰς τὴν Καισάρειαν. ὁ δὲ Κορνήλιος
ἦν προσδοκῶν αὐτοὺς συγκαλεσάμενος τοὺς συγγενεῖς
αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀναγκαίους φίλους.
Πραξ. 10,24 Και την άλλην ημέραν εισήλθαν εις την Καισάρειαν. Ο δε
Κορνήλιος εν τω μεταξύ τους επερίμενε και είχε καλέσει τους συγγενείς του και
τους στενοτέρους φίλους του.
Πραξ. 10,25 Ὡς δὲ ἐγένετο
τοῦ εἰσελθεῖν τὸν Πέτρον, συναντήσας αὐτῷ ὁ
Κορνήλιος πεσὼν ἐπὶ τοὺς πόδας προσεκύνησεν.
Πραξ. 10,25 Οταν δε επρόκειτο να εισέλθη ο Πετρος στο σπίτι, εβγήκε
και τον προϋπάντησε ο Κορνήλιος και αφού έπεσε εις τα πόδια του, επροσκύνησε.
Πραξ. 10,26 ὁ δὲ Πέτρος αὐτὸν
ἤγειρε λέγων· ἀνάστηθι· κἀγὼ αὐτὸς
ἄνθρωπός εἰμι.
Πραξ. 10,26 Ο Πετρος όμως τον εσήκωσε λέγων· “σήκω επάνω, διότι και
εγώ είμαι άνθρωπος”.
Πραξ. 10,27 καὶ συνομιλῶν
αὐτῷ εἰσῆλθε, καὶ εὑρίσκει συνεληλυθότας
πολλούς,
Πραξ. 10,27 Και συνομιλών μαζή του εισήλθεν στο σπίτι και ευρήκε
εκεί πολλούς συγκεντρωμένους.
Πραξ. 10,28 ἔφη τε πρὸς αὐτούς·
ὑμεῖς ἐπίστασθε ὡς ἀθέμιτόν ἐστιν ἀνδρὶ
Ἰουδαίῳ κολλᾶσθαι ἢ προσέρχεσθαι ἀλλοφύλῳ·
καὶ ἐμοὶ ὁ Θεὸς ἔδειξε μηδένα κοινὸν ἢ
ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον·
Πραξ. 10,28 Και είπε προς αυτούς ο Πετρος· “σεις γνωρίζετε ότι είναι
παράνομον και απαγορεύεται από τον νόμον του Μωϋσέως, Ιουδαίος άνθρωπος να
έρχεται εις στενήν επικοινωνίαν και συναναστροφήν η και να πλησιάζη απλώς
αλλοεθνή. Εις εμέ όμως ο Θεός εφανέρωσε με όραμα, να μη θεωρώ μολυσμένον η
ακάθαρτον κανένα άνθρωπον.
Πραξ. 10,29 διὸ καὶ ἀναντιῤῥήτως
ἦλθον μεταπεμφθείς. πυνθάνομαι οὖν τίνι λόγῳ μετεπέμψασθέ με;
Πραξ. 10,29 Δι' αυτό, και όταν με εκαλέσατε, ήλθα χωρίς καμμίαν
αντίρρησιν. Παρακαλώ λοιπόν, πληροφορήσατέ με, δια ποίον λόγον με εκαλέσατε;”
Πραξ. 10,30 καὶ ὁ
Κορνήλιος ἔφη· ἀπὸ τετάρτης ἡμέρας μέχρι ταύτης τῆς
ὥρας ἤμην νηστεύων, καὶ τὴν ἐνάτην ὥραν
προσευχόμενος ἐν τῷ οἴκῳ μου· καὶ ἰδοὺ
ἀνὴρ ἔστη ἐνώπιόν μου ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ,
Πραξ. 10,30 Και ο Κορνήλιος είπε· “τέσσαρες ημέρες, από το πρωϊ και
έως την ώρα αυτήν, ενήστευα και εις τας τρστο απόγευμα προσευχόμουν στο σπίτι
μου και ιδού ένας άνθρωπος, με λαμπράν ενδυμασίαν, εστάθηκε εμπρός μου
Πραξ. 10,31 καί φησι· Κορνήλιε, εἰσηκούσθη
σου ἡ προσευχὴ καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 10,31 και είπε· Κορνήλιε, η προσευχή σου έγινε ακουστή από
τον Θεόν και αι ελεημοσύναι σου έχουν γίνει γνωσταί και φανεραί ενώπιον του.
Πραξ. 10,32 πέμψον οὖν εἰς
Ἰόππην καὶ μετακάλεσαι Σίμωνα ὃς ἐπικαλεῖται
Πέτρος· οὗτος ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος βυρσέως
παρὰ θάλασσαν· ὃς παραγενόμενος λαλήσει σοι.
Πραξ. 10,32 Στείλε λοιπόν εις την Ιόππην και προσκάλεσε εδώ τον
Σιμωνα, που επονομάζεται Πετρος. Αυτός φιλοξενείται εις την οικίαν του Σιμωνος
του βυρσοδέψου, κοντά εις την θάλασσαν. Οταν έλθη θα σου ομιλήση, τι πρέπει να
πράξης δια την σωτηρίαν σου.
Πραξ. 10,33 ἐξαυτῆς οὖν
ἔπεμψα πρός σε, σύ τε καλῶς ἐποίησας παραγενόμενος. νῦν
οὖν πάντες ἡμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πάρεσμεν ἀκοῦσαι
πάντα τὰ προστεταγμένα σοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 10,33 Αμέσως, λοιπόν, την στιγμήν εκείνην έστειλα και σε
εκάλεσα και συ έκαμες καλά που ήλθες. Τωρα όλοι ημείς είμεθα εμπρός στον Θεόν,
δια να ακούσωμεν με προσοχήν, όλα όσα έχει διατάξει εις σε ο Θεός”.
Εὐαγγέλιο: ( Ίωάν. ζ΄1- 13 )
Ιω. 7,1 Καὶ περιεπάτει
ὁ Ἰησοῦς μετὰ ταῦτα ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ·
οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν,
ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι.
Ιω. 7,1 Και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιώδευεν ο
Ιησούς εις την Γαλιλαίαν. Διότι δεν ήθελε να περιέρχεται την Ιουδαίαν, επειδή
εζητούσαν οι Ιουδαίοι να τον θανατώσουν.
Ιω. 7,2 ἦν δὲ ἐγγὺς
ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία.
Ιω. 7,2 Επλησίαζε δε τότε η εορτή των Ιουδαίων, η
Σκηνοπηγία.
Ιω. 7,3 εἶπον οὖν
πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ·
μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν,
ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ
ποιεῖς·
Ιω. 7,3 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν οι θεωρούμενοι από
τους άλλους ανθρώπους αδελφοί του· “φύγε απ' εδώ και πήγαινε εις την Ιουδαίαν,
ώστε να ίδουν τα θαύματα, τα οποία κάμνεις και οι εκεί μαθηταί σου.
Ιω. 7,4 οὐδεὶς γὰρ
ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν
παῤῥησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς,
φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ.
Ιω. 7,4 Διότι κανείς δεν κάνει τίποτε εις τα κρυφά και
μάλιστα όταν ζητή να γίνη φανερά γνωστός και να αναγνωρισθή η αξία του από
όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον ευατόν σου στον πολυπληθή κόσμον,
που θα μαζευθή εις την Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν”.
Ιω. 7,5 οὐδὲ γὰρ
οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν.
Ιω. 7,5 Του εφέροντο δε έτσι οι αδελφοί του, διότι
ούτε αυτοί δεν τον επίστευαν ως Μεσσίαν.
Ιω. 7,6 λέγει οὖν αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς· ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς
οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος
πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος.
Ιω. 7,6 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς· “ο ιδικός
μου καιρός, δια να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας, δεν ήλθεν ακόμη, ο
ιδικός σας όμως καιρός, που πρέπει να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα, είναι πάντοτε
έτοιμος.
Ιω. 7,7 οὐ δύναται ὁ
κόσμος μισεῖν ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ,
ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι
τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν.
Ιω. 7,7 Σας δεν ημπορεί και δεν έχει κανένα λόγον να
σας μισή ο κόσμος, εμέ όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω, ότι τα
έργα του είναι πονηρά.
Ιω. 7,8 ὑμεῖς ἀνάβητε
εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην· ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω
εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ καιρὸς ὁ
ἐμὸς οὔπω πεπλήρωται.
Ιω. 7,8 Σεις να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα δια την
εορτήν αυτήν· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα εις αυτήν την εορτήν,
διότι δεν έχει συμπληρωθή ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφθασε ακόμη η ώρα της
μεγάλης θυσίας”.
Ιω. 7,9 ταῦτα δὲ
εἰπὼν αὐτοῖς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ.
Ιω. 7,9 Αυτά δε αφού τους είπε, έμεινε εις την
Γαλιλαίαν.
Ιω. 7,10 Ὡς δὲ ἀνέβησαν
οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, τότε καὶ αὐτὸς
ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ᾿
ὡς ἐν κρυπτῷ.
Ιω. 7,10 Οταν δε ανέβησαν οι αδελφοί του εις τα
Ιεροσόλυμα, τότε και αυτός ανέβηκε εις την εορτήν, όχι φανερά και επίσημα, αλλά
σαν εις τα κρυφά.
Ιω. 7,11 οἱ οὖν Ἰουδαῖοι
ἐζήτουν αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον·
ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος;
Ιω. 7,11 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον αναζητούσαν κατά τας
ημέρας της εορτής και έλεγαν· “που είναι εκείνος;”
Ιω. 7,12 καὶ γογγυσμὸς
πολὺς περὶ αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις.
οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν· ἄλλοι
ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον.
Ιω. 7,12 Και πολλοί ψυθιρισμοί και σχόλια εγίνοντο δι'
αυτόν μεταξύ του λαού. Αλλοι μεν έλεγαν, ότι είναι αγαθός, άλλοι δε έλεγαν
“όχι, αλλά ξεγελά τον λαόν”.
Ιω. 7,13 οὐδεὶς
μέντοι παῤῥησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ
τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων.
Ιω. 7,13 Κανένας όμως δεν ωμιλούσε δι' αυτόν φανερά και
με θάρρος, διότι εφοβούντο τους άρχοντας των Ιουδαίων, που είχαν πλέον κηρυχθή
εχθροί του Χριστού.