Ἀπόστολος: (Β΄Κορ. ς΄1- 10 )
Β Κορ. 6,1 Συνεργοῦντες δὲ
καὶ παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ
Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς
Β Κορ. 6,1 Συνεργαζόμενοι δε με τον Θεόν δια να συμφιλιωθή με
αυτόν ο κόσμος, σας παρακαλούμεν να προσέξετε, μήπως ματαίως και ανωφελώς
δεχθήτε την χάριν του Θεού.
Β Κορ. 6,2 λέγει γάρ· καιρῷ
δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά
σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ
νῦν ἡμέρα σωτηρίας-
Β Κορ. 6,2 Αι ευκαιρίαι της σωτηρίας παρέρχονται. Διότι η Γραφή
λέγει· “εις κατάλληλον και ευπρόσδεκτον καιρόν σε ήκουσα και σε εδέχθην και εις
περίοδον, που προσφέρεται προς σωτηρίαν, σε εβοήθησα”. Ιδού τώρα είναι ο
κατάλληλος και ευπρόσδεκτος καιρός, ιδού τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας.
Β Κορ. 6,3 μηδεμίαν ἐν μηδενὶ
διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία,
Β Κορ. 6,3 Τωρα και ημείς ως πρεσβευταί του Θεού μεσιτεύομεν και
παρακαλούμεν να δεχθήτε την σωτηρίας, χωρίς να δίδωμεν εις κανένα ουδεμίαν
αφορμήν προσκόμματος, δια να μη γίνη κατά κανένα τρόπον θέμα μομφής και
εμπαιγμού η διακονία, που μας ανέθεσεν ο Κυριος.
Β Κορ. 6,4 ἀλλ᾿ ἐν
παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι,
ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις,
ἐν στενοχωρίαις,
Β Κορ. 6,4 Αλλά τουναντίον εις κάθε περίστασιν και με κάθε έργον
συσταίνομεν και προβάλλομεν τους εαυτούς μας σαν γνησίους υπηρέτας του Θεού με
πολλήν υπομονήν, με θλίψεις, με ανάγκας, με στενοχωρίας,
Β Κορ. 6,5 ἐν πληγαῖς, ἐν
φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις,
ἐν νηστείαις,
Β Κορ. 6,5 με δαρμούς, με φυλακίσεις, με συνεχείς
μετακινήσεις-είτε ένεκα των διωγμών είτε ένεκα των αναγκών του έργου μας-με
κόπους, με αγρυπνίας, με νηστείας,
Β Κορ. 6,6 ἐν ἁγνότητι,
ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ,
Β Κορ. 6,6 με αγνότητα από κάθε μολυσμόν, με την άδολον γνώσιν
της αληθείας, με την μακροθυμίαν, με ημερότητα και καλωσύνην, με τας δωρεάς του
Αγίου Πνεύματος, με αγάπην ειλικρινή και άδολον,
Β Κορ. 6,7 ἐν λόγῳ ἀληθείας,
ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς
δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν,
Β Κορ. 6,7 με το κήρυγμα, δια του οποίου εξαγγέλεται η αλήθεια,
με την δύναμιν του Θεού, με τα όπλα της δικαιοσύνης τα δεξιά, σαν εκείνα που
κρατούν οι επιτιθέμενοι κατά την μάχην, και με τα όπλα τα αριστερά, σαν εκείνα
που κρατούν οι αμυνόμενοι με το αριστερόν των χέρι, όπως είναι η ασπίδα.
Β Κορ. 6,8 διὰ δόξης καὶ
ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ
ἀληθεῖς,
Β Κορ. 6,8 Μαρτυρούμεν και βεβαιώνομεν επάνω εις τα πράγματα
ποίοι είμεθα με την δόξαν, την οποίαν ο Θεός και οι πιστοί άνθρωποι μας
αποδίδουν, αλλά και με την περιφρόνησιν εκ μέρους των απίστων, με την
δυσφήμησιν εκ μέρους των διαβολέων, με τον έπαινον και την καλήν φήμην εκ
μέρους των πιστών, με την κατηγορίαν εκ μέρους των απίστων ότι είμεθα απατεώνες
και με την ομολογίαν εκ μέρους των πιστών ότι είμεθα ειλικρινείς.
Β Κορ. 6,9 ὡς ἀγνοούμενοι
καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ
ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι,
Β Κορ. 6,9 Εργάται του Ευαγγελίου ημείς ζώμεν εν μέσω του κόσμου
ως άγνωστοι δια την ασημότητα ημών, αλλά και ως πολύ καλά γνωστοί από τους
πιστούς δια το έργον μας, ως κινδυνεύοντες κάθε ημέραν να αποθάνωμε, αλλ' ιδού
ότι ζώμεν, ως βασανιζόμενοι και τιμωρούμενοι, αλλά και μη θανατούμενοι έως
τώρα,
Β Κορ. 6,10 ὡς λυπούμενοι ἀεὶ
δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς
μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.
Β Κορ. 6,10 ως άνθρωποι, που είμεθα συνεχώς βυθισμένοι εις την
λύπην, ημείς οι οποίοι εν τούτοις εις την πραγματικότητα πάντοτε χαίρομεν, ως
πτωχοί οι οποίοι κάμνομεν πολλούς άλλους πλουσίους, ως άνθρωποι ποι δεν έχομεν
τίποτε και όμως κατέχομεν τα πάντα.
Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. ζ΄36- 50 )
Λουκ.
7,36 Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν
τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ
εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη.
Λουκ. 7,36 Τον παρακαλούσε δε κάποιος από τους Φαρισαίους να
φάγη μαζή του. Και αφού εισήλθεν στο σπίτι του Φαρισαίου, εξηπλώθη, κατά
συνήθειαν που επικρατούσε τότε, πλησίον της τραπέζης του φαγητού.
Λουκ.
7,37 καὶ ἰδοὺ
γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ
ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ
τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου
Λουκ. 7,37 Και ιδού μία γυναίκα της πόλεως αυτής, η οποία ήτο
αμαρτωλή, όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς τρώγει εις την οικίαν του Φαρισαίου,
έφερε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον.
Λουκ.
7,38 καὶ στᾶσα ὀπίσω
παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς
πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς
κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς
πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ.
Λουκ. 7,38 Και αφού εστάθη πίσω, πλησίον στους πόδας του Ιησού,
ανελύθη εις δάκρυα και ήρχισεν να βρέχη τους πόδας του με τα δάκρυά της, και να
τους σπογγίζη με τας τρίχας της κεφαλής της. Συγρόνως δε εφιλούσε συνεχώς με
βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τους ήλειφε με μύρον.
Λουκ.
7,39 ἰδὼν δὲ ὁ
Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ
λέγων· οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν
τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ,
ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι.
Λουκ. 7,39 Οταν δε ο Φαρισαίος, που τον είχε καλέσει στο γεύμα,
είδε το γεγονός αυτό, είπε μέσα του· Εάν αυτός ήτο προφήτης, θα εγνώριζε ποίας
διαγωγής είναι η γυναίκα αυτή που τον εγγίζει, θα εγνώριζε δηλαδή ότι είναι
αμαρτωλή.
Λουκ.
7,40 καὶ ἀποκριθεὶς
ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω
σοί τι εἰπεῖν, ὁ δέ φησι· διδάσκαλε, εἰπέ.
Λουκ. 7,40 Και ο Ιησούς απαντών στους διαλογισμούς αυτούς του
Σιμωνος είπε· “Σιμων, έχω κάτι να σου πω”. Εκείνος δε είπε· “διδάσκαλε, λέγε”.
Λουκ.
7,41 δύο χρεωφειλέται ἦσαν
δανειστῇ τινι. ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ
δὲ ἕτερος πεντήκοντα.
Λουκ. 7,41 “Ησαν δύο χρεωφειλέται προς κάποιον δανειστήν. Ο
ένας του εχρεωστούσε πεντακόσια δηνάρια ο δε άλλος πενήντα.
Λουκ.
7,42 μὴ ἐχόντων δὲ
αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο·
τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει;
Λουκ. 7,42 Επειδή δε δεν είχαν αυτοί να εξοφλήσουν το χρέος των,
ο δανειστής το εχάρισε και στους δύο. Πες μου. ποιός από τους δύο θα τον
αγαπήση περισσότερον;”
Λουκ.
7,43 ἀποκριθεὶς δὲ
ὁ Σίμων εἶπεν· ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον
ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ὀρθῶς
ἔκρινας.
Λουκ. 7,43 Απεκρίθη δε ο Σιμων και είπε· νομίζω, ότι εκείνος
στον οποίον εχάρισε το μεγαλύτερον χρέος”. Ο δε Ιησούς του είπε· “ορθή είναι η
κρίσις σου”.
Λουκ.
7,44 καὶ στραφεὶς πρὸς
τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· βλέπεις ταύτην τὴν
γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ
ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ
τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ
τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε.
Λουκ. 7,44 Και αφού εγύρισε προς την γυναίκα, είπε στον Σιμωνα·
“βλέπεις αυτήν την γυναίκα; Ηλθα στο σπίτι σου και δεν μου έδωσες νερό να δια
το πλύσιμο των ποδιών μου. Αυτή όμως έβρεξε τα πόδια μου με τα δάκρυα της και
τα εσπόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της.
Λουκ.
7,45 φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας·
αὕτη δὲ ἀφ᾿ ἧς εἰσῆλθεν οὐ
διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας.
Λουκ. 7,45 Συ δεν μου έδωσες φίλημα, όπως συνηθίζουν δια τον
κάθε φιλοξενούμενον· αυτή δε από την ώραν που εμπήκε στο σπίτι, δεν έπαυσε με
πολλήν ευλάβειαν να καταφιλή τους πόδας μου.
Λουκ.
7,46 ἐλαίῳ τὴν
κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ
μου τοὺς πόδας.
Λουκ. 7,46 Συ δεν μου άλειψες την κεφαλήν ούτε με απλό λάδι.
Αυτή δε μου άλειψε τους πόδας με πανάκριβο μύρον.
Λουκ.
7,47 οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται
αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε
πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ.
Λουκ. 7,47 Ενεκα δε τούτου ακριβώς σου λέγω ότι είναι
συγχωρημέναι αι πολλαί αυτής αμαρτίαι, διότι ηγάπησε πολύ εμέ τον Λυτρωτήν, και
επόθησε βαθύτατα την λύτρωσίν της. Εκείνος δε που νομίζει ότι ολίγον χρέος έχει
απέναντι του Θεού, ολίγον αγαπά”.
Λουκ.
7,48 εἶπε δὲ αὐτῇ·
ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι.
Λουκ. 7,48 Είπε δε προς αυτήν ο Ιησούς· “είναι συγχωρημέναι αι
αμαρτίαι σου”
Λουκ.
7,49 καὶ ἤρξαντο οἱ
συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· τίς οὗτός ἐστιν
ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν;
Λουκ. 7,49 Και αυτοί, που παρεκάθηντο μαζή του στο τραπέζι
ήρχισαν να σκέπτωνται και να λέγουν από μέσα των· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος
και αμαρτίας ακόμη συγχωρεί;”
Λουκ.
7,50 εἶπε δὲ πρὸς
τὴν γυναῖκα· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς
εἰρήνην.
Λουκ. 7,50 Είπε δε προς την γυναίκα ο Ιησούς· “η πίστις σου σε
έχει σώσει· πήγαινε με ειρηνική και καθαράν την καρδίαν σου στον δρόμον της
ειρήνης”.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/