Ἀπόστολος: (Α΄Θεσ. β΄9- 14 )
Α Θεσ. 2,9 μνημονεύετε γάρ, ἀδελφοί,
τὸν κόπον ἡμῶν καὶ τὸν μόχθον· νυκτὸς
γὰρ καὶ ἡμέρας ἐργαζόμενοι πρὸς τὸ μὴ
ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν ἐκηρύξαμεν εἰς ὑμᾶς
τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ.
Α Θεσ. 2,9 Δεν είναι δε ανάγκη να σας ομιλώ δια την αγάπην μας
αυτήν , διότι και σεις οι ίδιοι, αδελφοί, ενθυμείσθε τον κόπον και τον μόχθον
μας εις την Θεσσαλονίκην. Επειδή νύκτα και ημέραν ειργαζόμεθα, δια να
κερδήσωμεν αυτά που μας εχρειάζοντο προς συντήρησίν μας ώστε να μη επιβαρύνωμεν
κανένα από σας και έτσι εκηρύξαμεν το Ευαγγέλιον του Θεού μεταξύ σας.
Α Θεσ. 2,10 ὑμεῖς
μάρτυρες καὶ ὁ Θεὸς ὡς ὁσίως καὶ δικαίως καὶ
ἀμέμπτως ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν ἐγενήθημεν,
Α Θεσ. 2,10 Σεις και ο Θεός είσθε μάρτυρες, πόσον και πως η
συμπεριφορά και ανατροφή μας ανάμεσα εις σας τους πιστούς υπήρξεν αγνή και
δικαία και άμεμπτος.
Α Θεσ. 2,11 καθάπερ οἴδατε ὡς
ἕνα ἕκαστον ὑμῶν ὡς πατὴρ τέκνα ἑαυτοῦ
παρακαλοῦντες ὑμᾶς καὶ παραμυθούμενοι
Α Θεσ. 2,11 Καθώς άλλωστε ξέρετε, ότι σαν πατέρας τα παιδιά του
επροτρέπαμεν τον καθένα από σας και σας ενισχύαμεν εις την νέαν ζωήν και σας
επαρηγορούσαμεν εις τας θλίψεις σας
Α Θεσ. 2,12 καὶ μαρτυρόμενοι εἰς
τὸ περιπατῆσαι ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Θεοῦ τοῦ
καλοῦντος ὑμᾶς εἰς τὴν ἑαυτοῦ
βασιλείαν καὶ δόξαν.
Α Θεσ. 2,12 και εντόνως και ζωηρώς διεμαρτυρόμεθα και σας
εξωρκίζαμεν να πορευθήτε και να ζήσετε, όπως αξίζει και πρέπει στον Θεόν, που
σας εκάλεσεν εις την ιδικήν του βασιλείαν και δόξαν.
Α Θεσ. 2,13 Διὰ τοῦτο καὶ
ἡμεῖς εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ ἀδιαλείπτως,
ὅτι παραλαβόντες λόγον ἀκοῆς παρ᾿ ἡμῶν τοῦ
Θεοῦ ἐδέξασθε οὐ λόγον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καθώς
ἐστιν ἀληθῶς, λόγον Θεοῦ, ὃς καὶ ἐνεργεῖται
ἐν ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν.
Α Θεσ. 2,13 Δια τούτο (δια το γεγονός δηλαδή ότι σεις
ανταπεκρίθητε εις την κλήσιν του Θεού) ευχαριστούμεν τον Θεόν συνεχώς, διότι
παρελάβατε το προφορικόν κήρυγμα του Θεού, όπως το ακούσατε από ημάς και το
εδέχθητε όχι σαν λόγον ανθρώπων, αλλά-όπως και πράγματι είναι-σαν λόγον Θεού,
που ενεργεί και φέρει θαυμαστούς καρπούς εις σας, οι οποίοι πιστεύετε.
Α Θεσ. 2,14 ὑμεῖς γὰρ
μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν
τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθετε
καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν
καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων,
Α Θεσ. 2,14 Διότι σεις, αδελφοί, εγίνατε μιμηταί των Εκκλησιών του
Θεού, που ευρίσκονται εις την Ιουδαίαν και είναι θεμελιωμέναι εν τω ονόματι του
Χριστού· επειδή και σεις επάθατε από τους ομοεθνείς σας τα ίδια, τα οποία
έπαθαν και αυτοί από τους απίστους Ιουδαίους.
Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. ιγ΄1- 9 )
Λουκ.
13,1 Παρῆσαν δέ τινες ἐν
αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ
τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ
τῶν θυσιῶν αὐτῶν.
Λουκ. 13,1 Κατά την ώραν δε που ωμιλούσε ο Κυριος,
παρουσιάσθησαν μερικοί και του ανήγγειλαν δια τους Γαλιλαίους, των οποίων το
αίμα ο Πιλάτος, όταν με τους στρατιώτας του τους έσφαξε μέσα εις την αυλήν του
ναού, το ανέμιξε με τας θυσίας, που εκείνοι προσέφεραν την ώραν αυτήν.
Λουκ.
13,2 καὶ ἀποκριθεὶς
ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· δοκεῖτε ὅτι
οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς
Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι τοιαῦτα πεπόνθασιν;
Λουκ. 13,2 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “εκ του γεγονότος
ότι έπαθαν αυτά, βγάζετε σστο συμπέρασμα ότι οι Γαλιλαίοι αυτοί υπήρξαν
αμαρτωλοί περισσότερον από όλους τους Γαλιλαίους;
Λουκ.
13,3 οὐχί, λέγω ὑμῖν,
ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως
ἀπολεῖσθε.
Λουκ. 13,3 Οχι σας λέγω· διότι και οι άλλοι Γαλιλαίοι είναι
επίσης αμαρτωλοί. Εάν δε δεν μετανοήσετε και σεις όλοι, κατά τον ίδιο τρόπον θα
χαθήτε.(Τα ρωμαϊκά στρατεύματα είναι έτοιμα να ορμήσουν και να σας
κατασφάξουν).
Λουκ.
13,4 ἢ ἐκεῖνοι οἱ
δέκα καὶ ὀκτώ, ἐφ᾿ οὓς ἔπεσεν ὁ
πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς,
δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ
πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ;
Λουκ. 13,4 Η νομίζετε ότι οι δέκα οκτώ, επάνω στους οποίους
έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και τους εθανάτωσεν, αυτοί υπήρξαν ενώπιον του Θεού
αμαρτωλοί και χρεώσται περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις
την Ιερουσαλήμ;
Λουκ.
13,5 οὐχί, λέγω ὑμῖν,
ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε.
Λουκ. 13,5 Οχι σας λέγω· αλλ' έπαθαν εκείνοι, δια να συνέλθετε
σεις. Εάν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι κατά τον ίδιον τρόπον θα χαθήτε, διότι θα
ταφήτε κάτω από τα ερείπια των πόλεών σας”.
Λουκ.
13,6 Ἔλεγε δὲ ταύτην τὴν
παραβολήν· συκῆν εἶχέ τις ἐν τῷ ἀμπελῶνι
αὐτοῦ πεφυτευμένην, καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν
αὐτῇ, καὶ οὐχ εὗρεν.
Λουκ. 13,6 Ελεγε δε αυτήν την παραβολήν· “κάποιος είχε μια
συκιά, φυτευμένη στο αμπέλι του και ήλθε ζητών καρπόν εις αυτήν και δεν ευρήκε.
Λουκ.
13,7 εἶπε δὲ πρὸς
τὸν ἀμπελουργόν· ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι
ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ, καὶ οὐχ
εὑρίσκω· ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν
γῆν καταργεῖ;
Λουκ. 13,7 Είπε δε στον αμπελουργόν· Ιδού, τρία χρόνια έρχομαι
και ζητώ καρπόν εις την συκιάν αυτήν και δεν ευρίσκω. Κοψε την και ξερρίζωσέ
την. Διατί να αχρηστεύη την γην;
Λουκ.
13,8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν αὐτῷ· κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ
τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν
καὶ βάλω κόπρια.
Λουκ. 13,8 Εκείνος όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, άφησέ την και
τούτο το έτος, έως ότου σκάψω γύρω από αυτήν και ρίψω λίπασμα.
Λουκ.
13,9 κἂν μὲν ποιήσῃ
καρπόν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν.
Λουκ. 13,9 Και εάν μεν κάμη καρπόν, την αφίνομεν, εάν όμως δεν
κάμη, τότε θα την κόψης στο μέλλον”. (Ο Θεός δεχόμενος παράκλησιν του Υιού του
παριμένει την μετάνοιαν του αμαρτωλού και τα καλά του έργα ως πνευματικήν
καρποφορίαν. Εάν όμως ο αμαρτωλός μείνη σκληρυμμένος και αμετανόητος, τότε ο
Θεός θα τον τιμωρήση. Αυτό συνέβη με τους αμετανοήτους Εβραίους, τους οποίους
εσυμβόλιζε η άκαρπος συκή).