Ἀπόστολος: ( Πράξ. η΄18- 25 )
Πραξ. 8,18 ἰδὼν δὲ
ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν
τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον,
προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα
Πραξ. 8,18 Οταν όμως ο Σιμων είδε ότι με την επίθεσιν των χειρών
των Αποστόλων μετεδίδοντο τα θαυμαστά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, επρόσφερε
εις αυτούς χρήματα
Πραξ. 8,19 λέγων· δότε κἀμοὶ
τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ
τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον.
Πραξ. 8,19 λέγων· “δώστε και εις εμέ αυτήν την εξουσίαν, ώστε εις
οποιανδήποτε βάλω επάνω τα χέρια, να παίρνη Πνεύμα Αγιον”.
Πραξ. 8,20 Πέτρος δὲ εἶπε
πρὸς αὐτόν· τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη
εἰς ἀπώλειαν, ὅτι τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ
ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι.
Πραξ. 8,20 Ο Πετρος όμως είπε προς αυτόν με αγανάκτησιν· “το
χρήμα σου μαζή με σένα ας καταστραφή και ας χαθή, διότι ενόμισες ότι αποκτάται
με χρήματα η δωρεά του Θεού.
Πραξ. 8,21 οὐκ ἔστι σοι
μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ·
ἡ γὰρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 8,21 Δεν υπάρχει εις σε μερίδιον ούτε κλήρος εις τας δωρεάς
του Αγίου Πνεύματος, δια τας οποίας γίνεται λόγος. Και τούτο, διότι η καρδία
σου δεν είναι ειλικρινής και ανιδιοτελής ενώπιον του Θεού.
Πραξ. 8,22 μετανόησον οὖν ἀπὸ
τῆς κακίας σου ταύτης, καὶ δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα
ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου·
Πραξ. 8,22 Μετανόησε, λοιπόν, από αυτήν την κακίαν σου και
παρεκάλεσε τον Θεόν, μήπως τυχόν και σου συγχωρηθή η πονηρά αυτή επινόησις της
καρδίας σου.
Πραξ. 8,23 εἰς γὰρ χολὴν
πικρίας καὶ σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα.
Πραξ. 8,23 Αμφιβάλλω όμως, διότι σε βλέπω να είσαι μέσα εις
πικράν χολήν, που σου δημιουργεί η κακία σου, και μέσα εις τα δεσμά της
αδικίας”.
Πραξ. 8,24 ἀποκριθεὶς δὲ
ὁ Σίμων εἶπε· δεήθητε ὑμεῖς ὑπὲρ ἐμοῦ
πρὸς τὸν Θεὸν ὅπως μηδὲν ἐπέλθῃ ἐπ᾿
ἐμὲ ὧν εἰρήκατε.
Πραξ. 8,24 Απήντησε τότε ο Σιμων και είπε· “παρακαλέσατε και σεις
για μένα τον Θεόν, να μη πέση επάνω μου κανένα από τα κακά, που είπατε”.
Πραξ. 8,25 Οἱ μὲν οὖν
διαμαρτυράμενοι καὶ λαλήσαντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὑπέστρεψαν
εἰς Ἱερουσαλήμ, πολλάς τε κώμας τῶν Σαμαρειτῶν εὐηγγελίσαντο.
Πραξ. 8,25 Και οι μεν λοιπόν Απόστολοι, αφού επεβεβαίωσαν με τα
χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος το κήρυγμα περί του Κυρίου Ιησού, επέστρεψαν εις
την Ιερουσαλήμ και καθώς προχωρούσαν εκήρυτταν εις πολλάς χωριά των Σαμαρειτών
το Ευαγγέλιον.
Εὐαγγέλιο: ( Ίωάν. ς΄35- 39 )
Ιω. 6,35 εἶπε δὲ
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ
ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ
μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ
μὴ διψήσῃ πώποτε.
Ιω. 6,35 Τοτε τους είπε ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο άρτος της
ζωής (εγώ με την μετάληψιν του σώματος και του αίματός μου, αλλά και με την
διδασκαλίαν μου και την χάριν του Αγίου Πνεύματος μεταδίδω την πραγματικήν και
αιωνίαν ζωήν). Εκείνος που έρχεται κοντά μου, ποτέ δεν θα πεινάση πνευματικώς
και εκείνος που πιστεύει εις εμέ, ποτέ δεν θα διψάση.
Ιω. 6,36 ἀλλ᾿ εἶπον
ὑμῖν ὅτι καὶ ἑωράκατέ με καὶ οὐ
πιστεύετε.
Ιω. 6,36 Αλλά σας είπα, ότι σεις, αν και είδατε εμέ και τα
έργα μου, εν τούτοις δεν πιστεύετε, ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας.
Ιω. 6,37 Πᾶν ὃ
δίδωσί μοι ὁ πατήρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν
ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω·
Ιω. 6,37 Θα πιστεύσουν όμως άλλοι, κάθε λογικόν πλάσμα,
κάθε άνθρωπος που μου δίνει ο Πατήρ θα έρθη εις εμέ και θα γίνη μαθητής μου.
Και εκείνον, που έρχεται εις εμέ, ποτέ δεν θα τον βγάλω έξω με περιφρόνησιν.
Ιω. 6,38 ὅτι καταβέβηκα
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ
θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ
πέμψαντός με.
Ιω. 6,38 Διότι έχω κατεβή από τον ουρανόν και είμαι ως
άνθρωπος εις την γην, όχι δια να πράττω το ιδικόν μου θέλημα, αλλά το θέλημα
εκείνου, που με έστειλε.
Ιω. 6,39 τοῦτο δέ ἐστι
τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ
δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀναστήσω
αὐτὸ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 6,39 Το δε θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον
κόσμον, είναι ακριβώς τούτο, να μη χάσω κανέναν από όλους εκείνους που μου έχει
δώσει, αλλά να αναστήσω αυτούς κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της δευτέρας
παρουσίας μου.