Ἀπόστολος: (Κολ. α΄24- β΄1 )
Κολ. 1,24 Νῦν χαίρω ἐν
τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρῶ
τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ
σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν
ἡ ἐκκλησία,
Κολ. 1,24 Τωρα δε φυλακισμένος και δέσμιος χαίρω δια τα
παθήματα, που υποφέρω προς χάριν σας και αναπληρώνω όσα δεν επρόφθασε να πάθη δια
σας ο Χριστός, τα αναπληρώνω σαν εργάτης του Ευαγγελίου του, που εν μέσω κόπων
και κινδύνων και θλίψεων, προσφέρω την σωτηρίαν στους συγχρόνους μου ανθρώπους.
Και υφίσταμαι αυτά δια το σώμα του Χριστού, το οποίον είναι η Εκκλησία.
Κολ. 1,25 ἧς ἐγενόμην
ἐγὼ διάκονος κατὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ
τὴν δοθεῖσάν μοι εἰς ὑμᾶς, πληρῶσαι τὸν
λόγον τοῦ Θεοῦ,
Κολ. 1,25 Αυτής δε της Εκκλησίας είμαι εγώ διάκονος σύμφωνα
με την πνευματικήν διαχείρισιν και ενέργειαν και χάριν του Θεού, η οποία μου
εδόθη, δια να εξυπηρετήσω σας και να κηρύξω ανόθευτον και πλήρη τον λόγον του
Θεού.
Κολ. 1,26 τὸ μυστήριον τὸ
ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ
τῶν γενεῶν, νυνὶ δὲ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις
αὐτοῦ,
Κολ. 1,26 Δηλαδή να κηρύξω την βουλήν και απόφασιν του Θεού
δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, η οποία βουλή και απόφασις ήτο άγνωστος και
κρυμμένη από την αρχήν του χρόνου και εις όλους τους αιώνας και από όλας τας
γενεάς, και η οποία εφανερώθη τώρα με το κήρυγμα του Ευαγγελίου στους αγίους
του Θεού, στους Χριστιανούς.
Κολ. 1,27 οἷς ἠθέλησεν
ὁ Θεὸς γνωρίσαι τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τοῦ
μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὅς ἐστι Χριστὸς
ἐν ὑμῖν, ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης·
Κολ. 1,27 Εις αυτούς ηθέλησεν ο Θεός να γνωστοποιήση ποίος
είναι ο αφάνταστος πλούτος της δόξης του μυστηρίου της σωτηρίας των ανθρώπων,
όπως μάλιστα φαίνεται εις την σωτηρίαν των εθνικών. Αυτός δε ο προηγουμένως
άγνωστος και άπειρος θησαυρός είναι ο σαρκωθείς και σταυρωθείς Χριστός, ο
οποίος σαν ιδικός σας Σωτήρ υπάρχει μεταξύ σας και δια του οποίου ελπίζομεν
όλοι να αποκτήσωμεν την αιωνίαν δόξαν.
Κολ. 1,28 ὃν ἡμεῖς
καταγγέλλομεν νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον καὶ διδάσκοντες
πάντα ἄνθρωπον ἐν πάσῃ σοφίᾳ, ἵνα παραστήσωμεν
πάντα ἄνθρωπον τέλειον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ·
Κολ. 1,28 Αυτόν δε τον Χριστόν κηρύττομεν ημείς οι
Απόστολοι, συμβουλεύοντες κάθε άνθρωπον και διδάσκοντες πάντα άνθρωπον, με κάθε
σοφίαν και σύνεσιν, δια να τον καταστήσωμεν και παραστήσωμεν τέλειον δια του
Ιησού Χριστού.
Κολ. 1,29 εἰς ὃ καὶ
κοπιῶ ἀγωνιζόμενος κατὰ τὴν ἐνέργειαν αὐτοῦ
τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἐμοὶ ἐν δυνάμει.
Κολ. 1,29 Προς τούτο δε και κοπιάζω αγωνιζόμενος, σύμφωνα με
την χάριν και την δραστηριότητα, η οποία ενεργείται έντος εμού και δι' εμού με
την δύναμιν του Χριστού.
Κολ. 2,1 Θέλω γὰρ ὑμᾶς
εἰδέναι ἡλίκον ἀγῶνα ἔχω περὶ ὑμῶν
καὶ τῶν ἐν Λαοδικείᾳ καὶ ὅσοι οὐχ ἑωράκασι
τὸ πρόσωπόν μου ἐν σαρκί,
Κολ. 2,1 Διότι θέλω να μάθετε και σεις πόσον μεγάλον
αγώνα έχω δια σας και δια τους Χριστιανούς της Λαοδικείας και δι' όσους δεν
έχουν ίδει το πρόσωπόν μου και δεν με εγνώρισαν σωματικώς,
Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. ιγ΄1- 9 )
Λουκ.
13,1 Παρῆσαν δέ τινες ἐν
αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ
τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ
τῶν θυσιῶν αὐτῶν.
Λουκ. 13,1 Κατά την ώραν δε που ωμιλούσε ο Κυριος,
παρουσιάσθησαν μερικοί και του ανήγγειλαν δια τους Γαλιλαίους, των οποίων το
αίμα ο Πιλάτος, όταν με τους στρατιώτας του τους έσφαξε μέσα εις την αυλήν του
ναού, το ανέμιξε με τας θυσίας, που εκείνοι προσέφεραν την ώραν αυτήν.
Λουκ.
13,2 καὶ ἀποκριθεὶς
ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· δοκεῖτε ὅτι
οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς
Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι τοιαῦτα πεπόνθασιν;
Λουκ. 13,2 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “εκ του γεγονότος
ότι έπαθαν αυτά, βγάζετε σστο συμπέρασμα ότι οι Γαλιλαίοι αυτοί υπήρξαν
αμαρτωλοί περισσότερον από όλους τους Γαλιλαίους;
Λουκ.
13,3 οὐχί, λέγω ὑμῖν,
ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως
ἀπολεῖσθε.
Λουκ. 13,3 Οχι σας λέγω· διότι και οι άλλοι Γαλιλαίοι είναι
επίσης αμαρτωλοί. Εάν δε δεν μετανοήσετε και σεις όλοι, κατά τον ίδιο τρόπον θα
χαθήτε.(Τα ρωμαϊκά στρατεύματα είναι έτοιμα να ορμήσουν και να σας
κατασφάξουν).
Λουκ.
13,4 ἢ ἐκεῖνοι οἱ
δέκα καὶ ὀκτώ, ἐφ᾿ οὓς ἔπεσεν ὁ
πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς,
δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ
πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ;
Λουκ. 13,4 Η νομίζετε ότι οι δέκα οκτώ, επάνω στους οποίους
έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και τους εθανάτωσεν, αυτοί υπήρξαν ενώπιον του Θεού
αμαρτωλοί και χρεώσται περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις
την Ιερουσαλήμ;
Λουκ.
13,5 οὐχί, λέγω ὑμῖν,
ἀλλ᾿ ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε.
Λουκ. 13,5 Οχι σας λέγω· αλλ' έπαθαν εκείνοι, δια να συνέλθετε
σεις. Εάν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι κατά τον ίδιον τρόπον θα χαθήτε, διότι θα
ταφήτε κάτω από τα ερείπια των πόλεών σας”.
Λουκ.
13,6 Ἔλεγε δὲ ταύτην τὴν
παραβολήν· συκῆν εἶχέ τις ἐν τῷ ἀμπελῶνι
αὐτοῦ πεφυτευμένην, καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν
αὐτῇ, καὶ οὐχ εὗρεν.
Λουκ. 13,6 Ελεγε δε αυτήν την παραβολήν· “κάποιος είχε μια
συκιά, φυτευμένη στο αμπέλι του και ήλθε ζητών καρπόν εις αυτήν και δεν ευρήκε.
Λουκ.
13,7 εἶπε δὲ πρὸς
τὸν ἀμπελουργόν· ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι
ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ, καὶ οὐχ
εὑρίσκω· ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν
γῆν καταργεῖ;
Λουκ. 13,7 Είπε δε στον αμπελουργόν· Ιδού, τρία χρόνια έρχομαι
και ζητώ καρπόν εις την συκιάν αυτήν και δεν ευρίσκω. Κοψε την και ξερρίζωσέ
την. Διατί να αχρηστεύη την γην;
Λουκ.
13,8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν αὐτῷ· κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ
τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν
καὶ βάλω κόπρια.
Λουκ. 13,8 Εκείνος όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, άφησέ την και
τούτο το έτος, έως ότου σκάψω γύρω από αυτήν και ρίψω λίπασμα.
Λουκ.
13,9 κἂν μὲν ποιήσῃ
καρπόν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν.
Λουκ. 13,9 Και εάν μεν κάμη καρπόν, την αφίνομεν, εάν όμως δεν
κάμη, τότε θα την κόψης στο μέλλον”. (Ο Θεός δεχόμενος παράκλησιν του Υιού του
παριμένει την μετάνοιαν του αμαρτωλού και τα καλά του έργα ως πνευματικήν
καρποφορίαν. Εάν όμως ο αμαρτωλός μείνη σκληρυμμένος και αμετανόητος, τότε ο
Θεός θα τον τιμωρήση. Αυτό συνέβη με τους αμετανοήτους Εβραίους, τους οποίους
εσυμβόλιζε η άκαρπος συκή).