Ἀπόστολος: ( Πράξ. γ΄1- 8 )
Πραξ. 3,1 Ἐπὶ τὸ
αὐτὸ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀνέβαινον εἰς
τὸ ἱερὸν ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς
προσευχῆς τὴν ἐνάτην.
Πραξ. 3,1 Ο Πετρος δε και ο Ιωάννης ανέβαιναν μαζή στον ναόν
μίαν από τας ημέρας εκείνας, κατά την τρίτην απογευματινήν, που ήτο ώρα
προσευχής.
Πραξ. 3,2 καί τις ἀνὴρ
χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων ἐβαστάζετο,
ὃν ἐτίθουν καθ᾿ ἡμέραν πρὸς τὴν θύραν τοῦ
ἱεροῦ τὴν λεγομένην ὡραίαν τοῦ αἰτεῖν
ἐλεημοσύνην παρὰ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὸ ἱερόν·
Πραξ. 3,2 Και έφεραν, κατά την ώραν εκείνη, εις τα χέρια, ένα
άνθρωπον εκ γενετής χωλόν, τον οποίον κάθε ημέραν έβαζαν εις την θύραν της
αυλής του ναού, η οποία ελέγετο ωραία, δια να ζητή ελεημοσύνην από εκείνους,
που εισήρχοντο στον ναόν.
Πραξ. 3,3 ὃς ἰδὼν
Πέτρον καὶ Ἰωάννην μέλλοντας εἰσιέναι εἰς τὸ ἱερὸν
ἠρώτα ἐλεημοσύνην.
Πραξ. 3,3 Αυτός, όταν είδε τον Πετρον και τον Ιωάννην να
προχωρούν, δια να εισέλθουν στον ναόν, τους παρεκάλεσε να τον ελεήσουν.
Πραξ. 3,4 ἀτενίσας δὲ
Πέτρος εἰς αὐτὸν σὺν τῷ Ἰωάννῃ εἶπε·
βλέψον εἰς ἡμᾶς.
Πραξ. 3,4 Τον εκύτταξε κατάματα ο Πετρος μαζή με τον Ιωάννην
και είπε· “κύτταξέ μας”.
Πραξ. 3,5 ὁ δὲ ἐπεῖχεν
αὐτοῖς προσδοκῶν τι παρ᾿ αὐτῶν λαβεῖν.
Πραξ. 3,5 Εκείνος δε τους εκύτταξε με πολύ ενδιαφέρον και
προσοχήν, περιμένων κάτι να λάβη από αυτούς.
Πραξ. 3,6 εἶπε δὲ
Πέτρος· ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι·
ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι
Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ
περιπάτει.
Πραξ. 3,6 Είπε δε ο Πετρος· “αργυρά και χρυσά νομίσματα δεν
έχω. Εκείνο δε που έχω, αυτό και σου δίδω, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του
Ναζωραίου, σήκω όρθιος και περιπάτει ελεύθερα”.
Πραξ. 3,7 καὶ πιάσας αὐτὸν
τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρε· παραχρῆμα δὲ
ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις καὶ τὰ σφυρά,
Πραξ. 3,7 Και αφού τον επιασε από το δέξι χέρι τον εσήκωσε.
Αμέσως δε εστερεώθησαν τα πέλματα αυτού και οι αστράγαλοι
Πραξ. 3,8 καὶ ἐξαλλόμενος
ἔστη καὶ περιεπάτει, καὶ εἰσῆλθε σὺν αὐτοῖς
εἰς τὸ ἱερὸν περιπατῶν καὶ ἁλλόμενος
καὶ αἰνῶν τὸν Θεόν.
Πραξ. 3,8 και γεμάτος χαράν εσηκώθηκε με πήδημα, εστάθηκε
όρθιος και περιπατούσε χωρίς καμμίαν δυσκολίαν. Εμπήκε δε μαζή με αυτούς εις
την αυλήν του ναού, ελεύθερα περιπατών και πηδών και δοξάζων τον Θεόν δια την
θεραπείαν του.
Εὐαγγέλιο: ( Ἰωάν. β΄12- 22 )
Ιω. 2,12 Μετὰ τοῦτο
κατέβη εἰς Καπερναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ
καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκεῖ ἔμειναν οὐ
πολλὰς ἡμέρας.
Ιω. 2,12 Υστερα από το γεγονός αυτό κατέβηκε εις την
Καπερναούμ, αυτός και η μητέρα του και οι θεωρούμενοι από τους άλλους ως
αδελφοί του και οι μαθηταί αυτού και εκεί έμειναν ολίγας ημέρας.
Ιω. 2,13 καὶ ἐγγὺς
ἦν τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς
Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς.
Ιω. 2,13 Επλησίαζε δε το Πασχα των Ιουδαίων και ανέβηκε ο
Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα.
Ιω. 2,14 καὶ εὗρεν
ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ
πρόβατα καὶ περιστεράς, καὶ τοὺς κερματιστὰς
καθημένους.
Ιω. 2,14 Και ευρήκε στο ιερόν, δηλαδή μέσα εις τας αυλάς
του ναού, αυτούς που επωλούσαν βώδια και πρόβατα και περιστέρια, όπως επίσης
και τους αργυραμοιβούς, που εκάθηντο κοντά εις τα τραπέζια των, δια να
ανταλλάσουν τα ξένα νομίσματα των προσκυνητών με εβραϊκά.
Ιω. 2,15 καὶ ποιήσας
φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ,
τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεε
τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέστρεψε,
Ιω. 2,15 Και αφού έκαμε φραγγέλλιον από σχοινιά, έβγαλε
έξω από την αυλήν όλους και τα πρόβατα και τα βόδια, των δε αργυραμοιβών
εσκόρπισε κάτω τα νομίσματα και αναποδογύρισε τα τραπέζια των.
Ιω. 2,16 καὶ τοῖς
τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν· ἄρατε ταῦτα
ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ
πατρός μου οἶκον ἐμπορίου.
Ιω. 2,16 Εις εκείνους δε που επωλούσαν τα περιστέρια
είπε· “πάρετέ τα από εδώ και μη κάμνετε τον οίκον του Πατρός μου, οίκον
εμπορίου”.
Ιω. 2,17 ἐμνήσθησαν δὲ
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν, ὁ
ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με.
Ιω. 2,17 Εθυμήθηκαν δε τότε οι μαθηταί του αυτό, που είχε
γραφή στους ψαλμούς· “ο ζήλος, πάτερ μου, δια την δόξαν του οίκου σου, ως άλλη
φωτιά θα με καταφάγη”.
Ιω. 2,18 ἀπεκρίθησαν οὖν
οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· τί
σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν ὅτι ταῦτα ποιεῖς;
Ιω. 2,18 Του ωμίλησαν τότε οι Ιουδαίοι και του είπαν·
“ποίον σημείον συ μας δείχνεις και ποίαν απόδειξιν μας παρουσιάζεις, ότι έχεις
την εξουσίαν να κάμνης αυτά;”
Ιω. 2,19 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον,
καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν.
Ιω. 2,19 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε· “κρημνίσατε
τον ναόν τούτον και εγώ εις τρεις ημέρας θα τον ανοικοδομήσω”. (Και ενοούσε·
Θανατώσατε σστον ναόν του σώματός μου, και εγώ μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ
από τον τάφον).
Ιω. 2,20 εἶπον οὖν
οἱ Ἰουδαῖοι· τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν
ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν
τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν;
Ιω. 2,20 Είπαν λοιπόν, οι Ιουδαίοι· “σαράντα εξ χρόνια
εχρειάσθησαν, δια να κτισθή ο ναός αυτός και συ λέγεις, ότι θα τον
ανοικοδομήσης έντος τριών ημερών;”
Ιω. 2,21 ἐκεῖνος
δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ.
Ιω. 2,21 Εκείνος όμως έλεγε δια τον ναόν του σώματός του.
Ιω. 2,22 ὅτε οὖν ἠγέρθη
ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ
καὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.
Ιω. 2,22 Οταν δε ανεστήθη εκ νεκρών, εθυμήθηκαν οι μαθηταί
του ότι τούτο ακριβώς, το θαυμαστόν γεγονός ενοούσε τότε και επίστευσαν εις την
Αγίαν Γραφήν, που είχε προφητεύσει την ανάστασιν, και στον λόγον, τον οποίον
είχε πει κατά την περίστασιν εκείνην ο Ιησούς.