Ἀπόστολος: (Φιλιπ. γ΄20- δ΄3 )
Φιλιπ. 3,20 ἡμῶν γὰρ
τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ
καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν,
Φιλιπ. 3,20 Αλλ' ημών των πιστών μαθητών του Κυρίου η πατρίς μας
και η πολιτεία μας, το πολίτευμά μας και η συμπεριφορά μας είναι, όπως και των
αγγέλων, στους ουρανούς, απ' όπου με πολύν πόθον περιμένομεν τον σωτήρα μας,
τον Κυριον Ιησούν Χριστόν.
Φιλιπ. 3,21 ὃς μετασχηματίσει
τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι
αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ
κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι αὐτὸν καὶ
ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα.
Φιλιπ. 3,21 Αυτός θα μετασχηματίση το σώμα αυτό της ταπεινότητος
και της ασημότητος, το ασθενές και φθαρτόν και θνητόν, θα το μεταμορφώση, ώστε
να γίνη όμοιον προς το ένδοξον ιδικόν του σώμα δια της παντοδυνάμου αυτού
ενεργείας, δια της οποίας ημπορεί και τα πάντα να υποτάξη στον εαυτόν του.
Φιλιπ. 4,1 Ὥστε, ἀδελφοί
μου ἀγαπητοὶ καὶ ἐπιπόθητοι, χαρὰ καὶ
στέφανός μου, οὕτω στήκετε ἐν Κυρίῳ, ἀγαπητοί.
Φιλιπ. 4,1 Ωστε αδελφοί μου, αγαπητοί και επιπόθητοι, οι
οποίοι δια τας αρετάς σας και ειδικώτερα δια την αγάπην σας είσθε δι' εμέ χαρά
εν Κυρίω και στέφανος δόξης, σας παρακαλώ και σας προτρέπω να στέκεσθε και να
μένετε σταθεροί εις την κατά Χριστόν ζωήν, όπως σας είπα και προηγούμενως.
Φιλιπ. 4,2 Εὐοδίαν παρακαλῶ
καὶ Συντύχην παρακαλῶ τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν
Κυρίῳ·
Φιλιπ. 4,2 Παρακαλώ την Ευοδίαν και την Συντύχην παρακαλώ να
έχουν το ίδιο κατά Χριστόν φρόνημα, ώστε να ομονοούν μεταξύ των.
Φιλιπ. 4,3 ναὶ ἐρωτῶ
καὶ σέ, Σύζυγε γνήσιε, συλλαμβάνου αὐταῖς, αἵτινες ἐν
τῷ εὐαγγελίῳ συνήθλησάν μοι μετὰ καὶ Κλήμεντος καὶ
τῶν λοιπῶν συνεργῶν μου, ὧν τὰ ὀνόματα ἐν
βίβλῳ ζωῆς.
Φιλιπ. 4,3 Ιδιαιτέρως δε παρακαλώ και σε, Συζυγε, που είσαι γνήσιος
και ειλικρινής μαθητής του Χριστού και πολίτης της Εκκλησίας του, να βοηθής, να
καθοδηγής και να στηρίζης αυτάς, αι οποίαι εταλαιπωρήθησαν και ηγωνίσθησαν δια
το κήρυγμα του Ευαγγελίου μαζή με εμέ και με τον Κλήμεντα και με τους άλλους
συνεργάτας μου, των οποίων τα ονόματα είναι γραμμένα από τον Θεόν στο βιβλίον
της αιωνίας ζωής.
Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. ιθ΄12- 28 )
Λουκ.
19,12 εἶπεν οὖν· ἄνθρωπός
τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν
ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι.
Λουκ. 19,12 Είπε λοιπόν· “ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, επήγεν
εις μακρυνήν χώραν, δια να πάρη βασιλείαν και κατόπιν να επιστρέψη.
Λουκ.
19,13 καλέσας δὲ δέκα δούλους
ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε
πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι.
Λουκ. 19,13 Αφού δε εκάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα
μνας, μίαν στον καθένα, δηλαδή εκατό περίπου δραχμάς της εποχής εκείνης, και
τους είπε· Εμπορευθήτε με τα χρήματα αυτά, έως ότου έλθω, οπότε και θα μου
δώσετε λογαριασμόν.
Λουκ.
19,14 οἱ δὲ πολῖται
αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν
πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον
βασιλεῦσαι ἐφ᾿ ἡμᾶς.
Λουκ. 19,14 Οι συμπολίται του όμως τον εμισούσαν και αμέσως μόλις
αυτός ανεχώρησε, έστειλαν μίαν επιτρπήν και έλεγαν· Δεν θέλομεν να γίνη αυτός
βασιλεύς μας.
Λουκ.
19,15 καὶ ἐγένετο ἐν
τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν,
καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους
τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ
τίς τί διεπραγματεύσατο.
Λουκ. 19,15 Και όταν αυτός επέστρεψε, αφού πλέον είχε λάβει την
βασιλείαν, είπε να φωνάξουν τους δούλους του, στους οποίους είχε δώσει τα
χρήματα δια να μάθη τι ο καθένας των εμπορεύθηκε και τι εκέρδησε.
Λουκ.
19,16 παρεγένετο δὲ ὁ
πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς.
Λουκ. 19,16 Ηρθε ο πρώτος και είπε· Κυριε, η μνα σου εκέρδησε δέκα
άλλας μνας.
Λουκ.
19,17 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ
πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω
δέκα πόλεων.
Λουκ. 19,17 Και είπεν εις αυτόν ο Κυριος· Εύγε καλέ και πιστέ
δούλε. Επειδή δε εδείχθης εις τα ολίγα, που σου έδωσα, αξιόπιστος, σου δίνω
τώρα εξουσίαν επάνω εις δέκα πόλεις.
Λουκ.
19,18 καὶ ἦλθεν ὁ
δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου ἐποίησε πέντε μνᾶς.
Λουκ. 19,18 Και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· Κυριε, η μνα σου έφερε ως
κέρδος άλλας πέντε μνας.
Λουκ.
19,19 εἶπε δὲ καὶ
τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων.
Λουκ. 19,19 Είπε και στον πιστόν αυτόν δούλον ο κύριος· και συ
γίνε διοικητής επάνω εις πέντε πόλεις.
Λουκ.
19,20 καὶ ἕτερος ἦλθε
λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον
ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ.
Λουκ. 19,20 Και άλλος δούλος ήλθε λέγων· Κύριε, ιδού η μνα, που μου
έδωσες, την οποίαν είχα φυλαγμένην και ασφαλισμένην εις ένα μανδήλι.
Λουκ.
19,21 ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι
ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ
ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ
συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας.
Λουκ. 19,21 Την εφύλαττα δια να σου την επιστρέψω ασφαλώς, επειδή
σε εφοβούμην, διότι είσαι άνθρωπος σκληρός και απαιτητικός. Παίρνεις ως ιδικόν
σου, εκείνο που δεν έδωσες και θερίζεις χωράφι που δεν έσπειρες, και μαζεύεις
εις αλώνι, στο οποίον δεν εσκόρπισες και δεν ελύχνισες.
Λουκ.
19,22 λέγει αὐτῷ· ἐκ
τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι
ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ
ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ
συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα·
Λουκ. 19,22 Είπε δε προς αυτόν ο κύριος· Από τα λόγια σου θα σε
κρίνω, πονηρέ δούλε. Εγνώριζες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, που παίρνω ο,τι
δεν έβαλα, και θερίζω εκεί που δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί που δεν ελίχνισα.
Λουκ.
19,23 καὶ διατί οὐκ ἔδωκας
τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ
ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό;
Λουκ. 19,23 Τοτε, διατί δεν έδωσες το χρήμα μου εις την τράπεζαν,
ώστε όταν εγώ θα ηρχόμην, να το εισέπραττα μαζή με τον τόκον;
Λουκ.
19,24 καὶ τοῖς παρεστῶσιν
εἶπεν. ἄρατε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν μνᾶν
καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι.
Λουκ. 19,24 Και εις εκείνους, που εστέκοντο εκεί κοντά είπε· Παρτε
από αυτόν την μναν και δώστε την εις εκείνον που έχει τας δέκα μνας.
Λουκ.
19,25 καὶ εἶπον αὐτῷ·
κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς.
Λουκ. 19,25 Και εκείνοι του είπαν· Κυριε έχει δέκα μνας.
Λουκ.
19,26 λέγω γὰρ ὑμῖν
ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ
τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿
αὐτοῦ.
Λουκ. 19,26 Καμετε όπως σας είπα. Διότι σας λέγω τούτο· εις εκείνον
που έχει τα χαρίσματα και τα καλλιεργεί και τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει, θα
δοθή ακόμη περισσότερον. Από εκείνον όμως που δεν έχει ούτε ελάχιστον καλόν
έργον να παρουσιάση, θα του αφαιρεθή και το μικρόν χάρισμα, που έχει.
Λουκ.
19,27 πλὴν τοὺς ἐχθρούς
μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿
αὐτούς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν
μου.
Λουκ. 19,27 Οσον δε δια τους εχθρούς μου εκείνους που δεν με ήθελαν
βασιλέα των, φέρετέ τους εδώ και κατασφάξατέ τους εμπρός μου”.
Λουκ.
19,28 Καὶ εἰπὼν
ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.
Λουκ. 19,28 Και αφού είπεν αυτά, συνέχισε την πορείαν του,
αναβαίνων εις τα Ιεροσόλυμα.