Ἀπόστολος: ( Πράξ. κς΄1, 12- 20 )
Πραξ. 26,1 Ἀγρίππας δὲ
πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ
σεαυτοῦ λέγειν. τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα
ἀπελογεῖτο·
Πραξ. 26,1 Ο Αγρίππας ο βασιλεύς είπε προς τον Παύλον· “σου
επιτρέπεται να ομιλήσης υπέρ του ευατού σου”. Τοτε ο Παύλος, αφού άπλωσε το
χέρι, ήρχισε την απολογίαν του.
Πραξ. 26,12 Ἐν οἷς καὶ
πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ᾿ ἐξουσίας καὶ
ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων,
Πραξ. 26,12 Ακριβώς επάνω στο έργον μου αυτό επήγαινα εις την
Δαμασκόν, δια να καταδιώξω και εκεί τους Χριστιανούς με εξουσίαν και εγκρισιν,
που είχα λάβει από τους αρχιερείς.
Πραξ. 26,13 ἡμέρας μέσης κατὰ
τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ
τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς
σὺν ἐμοὶ πορευομένους·
Πραξ. 26,13 Κατά το μεσημέρι, καθώς επροχωρούσα στον δρόμον, είδα,
βασιλεύ Αγρίππα, να λάμπη γύρω από εμέ και από εκείνους, που επήγαιναν μαζή
μου, ένα φως από τον ουρανόν εντονώτερον από την λαμπρότητα του ηλίου.
Πραξ. 26,14 πάντων δὲ
καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν
λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ·
Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν.
Πραξ. 26,14 Ενώ δε όλοι επέσαμεν κάτω εις την γην, διότι δεν
αντείχαμεν εις την καταπληκτικήν αυτήν λάμψιν, ήκουσα μίαν φωνήν να μου ομιλή
και να λέγη εις την εβραϊκήν γλώσσαν· Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις; Είναι
σκληρόν δια σε να κλωτσάς εις τα καρφιά.
Πραξ. 26,15 ἐγὼ δὲ εἶπον·
τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς
ὃν σὺ διώκεις.
Πραξ. 26,15 Εγώ δε είπα· Ποιός είσαι, Κυριε; Εκείνος δε είπε· Εγώ
είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ καταδιώκεις.
Πραξ. 26,16 ἀλλὰ ἀνάστηθι
καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο
γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν
τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι,
Πραξ. 26,16 Αλλά σήκω και στάσου ορθός εις τα πόδια σου· δια τούτο
παρουσιάσθηκα εις σε, να σε αναδείξω υπηρέτην και κήρυκα αυτών που είδες και
εκείνων τα οποία στο μέλλον θα σου αποκαλύψω.
Πραξ. 26,17 ἐξαιρούμενός σε ἐκ
τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς
ἐγώ σε ἀποστέλλω
Πραξ. 26,17 Εγώ δε θα σε σώζω από τους κινδύνους, που θα διατρέξης
εκ μέρους του Ιουδαϊκού λαού και εκ μέρους των εθνών, εις τα οποία εγώ σε
στέλλω.
Πραξ. 26,18 ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς
αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς
φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ
τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν
καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς
ἐμέ.
Πραξ. 26,18 Και σε στέλνω να ανοίξης τα μάτια της ψυχής των, δια να
πιστεύσουν και επιστρέψουν από το σκότος στο φως και από την εξουσίαν του
σατανά στον Θεόν, και να πάρουν δια της πίστεώς των εις εμέ άφεσιν αμαρτιών και
κληρονομίαν μαζή με εκείνους, που έχουν αγιασθή.
Πραξ. 26,19 Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα,
οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ,
Πραξ. 26,19 Οθεν, βασιλεύ Αγρίππας, δεν έγινα ανυπάκουος στο
ουράνιον αυτό όραμα.
Πραξ. 26,20 ἀλλὰ τοῖς
ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱερολύμοις, εἰς πᾶσάν
τε τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω
μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια
τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.
Πραξ. 26,20 Αλλά πρώτον εις αυτούς που κατοικούσαν εις την Δαμασκόν
και εις τα Ιεροσόλυμα, έπειτα δε εις όλην την περιοχήν της Ιουδαίας και εις τα
έθνη, εκήρυττα και κηρύττω ματάνοιαν και επιστροφήν στον Θεόν και να πράττουν
έργα άξια της μετανοίας των.
Εὐαγγέλιο: ( Ίωάν. ι΄1- 9 )
Ιω. 10,1 Ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς
θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ
ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ
καὶ λῃστής·
Ιω. 10,1 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που δεν εισέρχεται
εις την μάντραν των προβάτων από την θύραν, αλλά ανεβαίνει και πηδά, δια να μη
τον αντιληφθούν, από άλλο μέρος, είναι κλέπτης και ληστής”. (Εκείνος που
γίνεται ποιμήν των λογικών προβάτων αναξίως και παρανόμως, είναι ιερόσυλος
εκμεταλλευτής και των πιστών και της Εκκλησίας).
Ιω. 10,2 ὁ δὲ εἰσερχόμενος
διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων.
Ιω. 10,2 Εκείνος όμως, που εισέρχεται φανερά από την
θύραν, είναι ο πραγματικός ποιμήν των προβάτων.
Ιω. 10,3 τούτῳ ὁ
θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ
ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ᾿ ὄνομα
καὶ ἐξάγει αὐτά.
Ιω. 10,3 Εις αυτόν ο θυρωρός ανοίγει την θύραν, και τα
πρόβατα ακούουν και γνωρίζουν την φωνήν του, και αυτός καλεί τα πρόβατα το
καθένα με το όνομά του, και τα βγάζει δια την βοσκήν.
Ιω. 10,4 καὶ ὅταν
τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν
πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι
οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ·
Ιω. 10,4 Και όταν βγάλη τα πρόβατά του από την μάνδραν,
πηγαίνει εμπρός από αυτά και τα πρόβατα τον ακολουθούν, διότι γνωρίζουν την
φωνήν του.
Ιω. 10,5 ἀλλοτρίῳ
δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾿
αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν
φωνήν.
Ιω. 10,5 Ξενον όμως δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα
φύγουν από αυτόν, διότι δεν αναγνωρίζουν την φωνήν των ξένων. Εμέ, τον
πραγματικόν και στοργικόν ποιμένα, με γνωρίζουν, με αναγνωρίζουν και με
ακολουθούν τα πρόβατα. (Τους ψευδείς και ιδιοτελείς ποιμένας δεν έχουν την
διάθεσιν και δεν θέλουν να τους ακολουθήσουν, διότι δεν τους αναγνωρίζουν
ποιμένας των)”.
Ιω. 10,6 Ταύτην τὴν
παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι
δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς.
Ιω. 10,6 Αυτήν την παραβολήν τους είπεν ο Ιησούς. Εκείνοι
όμως δεν εκατάλαβαν, τι εσήμαιναν αυτά που τους έλεγε.
Ιω. 10,7 Εἶπεν οὖν
πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν
προβάτων.
Ιω. 10,7 Δια τούτο και πάλιν είπε προς αυτούς ο Ιησούς·
“αληθινά και ειλικρινά σας λέγω, ότι εγώ είμαι η θύρα, από την οποίαν τα
πρόβατα μπαίνουν εις την μάνδρα, δια να εύρουν ασφάλειαν και από την οποίαν
βγαίνουν δια την βοσκήν.
Ιω. 10,8 πάντες ὅσοι ἦλθον
πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί·
ἀλλ᾿ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα.
Ιω. 10,8 Ολοι όσοι ήλθαν πριν από εμέ, χωρίς κανείς να
τους αναθέση την ποίμανσιν των προβάτων, αλλά αυθαιρέτως μόνοι των επήραν το
αξίωμα, αυτοί ήσαν κλέπται και λησταί. Τα πρόβατα όμως δεν τους ήκουσαν και
ούτε τους ακολούθησαν.
Ιω. 10,9 ἐγώ εἰμι ἡ
θύρα· δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ,
σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ
νομὴν εὑρήσει.
Ιω. 10,9 Εγώ είμαι η θύρα. Δι' εμού εάν κανείς εισέλθη,
θα σωθή. Και θα εισέλθη εις την μάνδραν, δια να εύρη ασφάλειαν και ανάπαυσιν,
και θα βγη, όταν είναι καιρός βοσκής και θα εύρη τροφήν.