Γεν. ιε΄1- 15
Γεν. 15,1 Μετὰ δὲ τὰ
ῥήματα ταῦτα ἐγενήθη ῥῆμα Κυρίου πρὸς Ἅβραμ
ἐν ὁράματι, λέγων· μὴ φοβοῦ Ἅβραμ, ἐγὼ
ὑπερασπίζω σου· ὁ μισθός σου πολὺς ἔσται σφόδρα.
Γεν. 15,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά παρουσιάσθη ο Θεός με
όραμα στον Αβραμ και του είπε· “Αβραμ, μη φοβήσαι· εγώ σε υπερασπίζω πάντοτε· ο
μισθός σου δια την πίστιν και δικαιοσύνην σου θα είναι πολύς, πάρα πολύς”.
Γεν. 15,2 λέγει δὲ Ἅβραμ·
δέσποτα Κύριε, τί μοι δώσεις; ἐγὼ δὲ ἀπολύομαι ἄτεκνος·
ὁ δὲ υἱὸς Μασὲκ τῆς οἰκογενοῦς
μου, οὗτος Δαμασκὸς Ἐλιέζερ.
Γεν. 15,2 Είπε δε ο Αβραμ· “Δεσπότα Κυριε, τι θα μου δώσης;
Εγώ έπειτα από ολίγον αποθνήσκω άτεκνος. Κληρονόμος μου θα είναι ο Ελιέζερ, ο
καταγόμενος από την Δαμασκόν, ο υιός της δούλης μου Μασέκ, η οποία εγεννήθη
στον οίκον μου”.
Γεν. 15,3 καὶ εἶπεν Ἅβραμ·
ἐπειδὴ ἐμοὶ οὐκ ἔδωκας σπέρμα, ὁ δὲ
οἰκογενής μου κληρονομήσει μοι.
Γεν. 15,3 Και επαναλαμβάνει ο Αβραμ προς τον Θεόν· “ναι,
Κυριε, ο δούλος μου ο γεννηθείς στον οίκον μου, αυτός θα με κληρονομήση, διότι
εις εμέ δεν έδωσες τέκνον”.
Γεν. 15,4 καὶ εὐθὺς
φωνὴ Κυρίου ἐγένετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα· οὐ
κληρονομήσει σε οὗτος, ἀλλ᾿ ὃς ἐξελεύσεται ἐκ
σοῦ, οὗτος κληρονομήσει σε.
Γεν. 15,4 Αμέσως ηκούσθη η φωνή του Κυρίου λέγουσα προς
αυτόν· “όχι ! Δεν θα σε κληρονομήση αυτός, αλλά θα σε κληρονομήση εκείνος που
θα γεννηθή από σένα”.
Γεν. 15,5 ἐξήγαγε δὲ
αὐτὸν ἔξω καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον
δὴ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀρίθμησον τοὺς
ἀστέρας, εἰ δυνήσῃ ἐξαριθμῆσαι αὐτούς. καὶ
εἶπεν· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου.
Γεν. 15,5 Εβγαλε δε ο Θεός τον Αβραμ έξω από την σκηνήν και
του είπε· “σήκωσε, λοιπόν, το βλέμμα σου στον ουρανόν και μέτρησε τα αστέρια
του ουρανού, εάν ημπορής ποτέ να τα μετρήσης”. Και προσέθεσεν ο Θεός· “τόσον
πολλοί θα είναι οι απόγονοί σου”.
Γεν. 15,6 καὶ ἐπίστευσεν
Ἅβραμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς
δικαιοσύνην.
Γεν. 15,6 Επίστευσεν ο Αβραμ υλοψύχως στον Θεόν και η πίστις
του αυτή εθεωρήθη ως μεγάλη αρετή και σύνολον αρετών.
Γεν. 15,7 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτόν· ἐγὼ ὁ Θεὸς ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ
χώρας Χαλδαίων, ὥστε δοῦναί σοι τὴν γῆν ταύτην κληρονομῆσαι.
Γεν. 15,7 Είπεν ακόμη ο Θεός προς τον Αβραμ· “εγώ σε έβγαλα
από την χώραν των Χαλδαίων, δια να δώσω εις σε και εις τους απογόνους σου ως
κληρονομίαν την γην αυτήν”.
Γεν. 15,8 εἶπε δέ, Δέσποτα
Κύριε, κατὰ τί γνώσομαι ὅτι κληρονομήσω αὐτήν;
Γεν. 15,8 Είπε τότε ο Αβραμ· “Δεσπότα Κυριε, πως εγώ θα
πληροφορηθώ σαφώς και θα εννοήσω ότι θα κληρονομήσω αυτήν την χώραν;”
Γεν. 15,9 εἶπε δὲ αὐτῷ·
λάβε μοι δάμαλιν τριετίζουσαν καὶ αἶγα τριετίζουσαν καὶ κριὸν
τριετίζοντα καὶ τρυγόνα καὶ περιστεράν.
Γεν. 15,9 Είπε προς αυτόν ο Θεός· “πάρε δι' εμέ μίαν δάμαλιν
τριών ετών, αίγα επίσης τριών ετών και κριον τριών ετών, ακόμη δε μίαν τρυγόνα
και μίαν περιστεράν”.
Γεν. 15,10 ἔλαβε δὲ αὐτῷ
πάντα ταῦτα καὶ διεῖλεν αὐτὰ μέσα καὶ ἔθηκεν
αὐτὰ ἀντιπρόσωπα ἀλλήλοις, τὰ δὲ ὄρνεα
οὐ διεῖλε.
Γεν. 15,10 Επήρε ο Αβραμ όλα αυτά, τα εδιχοτόμησε και έθεσε τα
τεμάχια τα μεν απέναντι των δέ. Τα πτηνά όμως δεν τα εδιχοτόμησε.
Γεν. 15,11 κατέβη δὲ ὄρνεα
ἐπὶ τὰ σώματα, ἐπὶ τὰ διχοτομήματα αὐτῶν,
καὶ συνεκάθησεν αὐτοῖς Ἅβραμ.
Γεν. 15,11 Εις τα διχοτομημένα αυτά σώματα των ζώων επέπεσαν
με ορμήν αρπακτικά όρνεα και ο Αβραμ εκάθησε κοντά εις τα διχοτομημένα εκείνα
σώματα, δια να διώχνη τα όρνεα.
Γεν. 15,12 περὶ δὲ ἡλίου
δυσμὰς ἔκστασις ἐπέπεσε τῷ Ἅβραμ, καὶ ἰδοὺ
φόβος σκοτεινὸς μέγας ἐπιπίπτει αὐτῷ.
Γεν. 15,12 Κατά δε το ηλιοβασίλεμμα εβυθισθη ο Αβραμ εις
έκστασιν και ένας σκοτεινός μεγάλος φόβος τον κατέλαβεν.
Γεν. 15,13 καὶ ἐῤῥέθη
πρὸς Ἅβραμ· γινώσκων γνώσῃ ὅτι πάροικον ἔσται
τὸ σπέρμα σου ἐν γῇ οὐκ ἰδίᾳ, καὶ
δουλώσουσιν αὐτοὺς καὶ κακώσουσιν αὐτοὺς καὶ
ταπεινώσουσιν αὐτοὺς τετρακόσια ἔτη.
Γεν. 15,13 Εις τοιαύτην ψυχολογικήν κατάστασιν ευρισκόμενος
ήκουσε τον Θεόν να του λέγη· “μάθε και κατανόησε καλά ότι οι απόγονοί σου επί
τετρακόσια ολόκληρα έτη θα ζήσουν ως ξένοι εις ξένην χώραν, οι κάτοικοι της
οποίας θα έχουν αυτούς ως δούλους· θα τους ταλαιπωρήσουν και θα τους
εξευτελίσουν επί τετρακόσια έτη.
Γεν. 15,14 τὸ δὲ ἔθνος,
ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι, κρινῶ ἐγώ· μετὰ δὲ
ταῦτα ἐξελεύσονται ὧδε μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς.
Γεν. 15,14 Το δε έθνος, το οποίον θα μεταχειρισθή τους
απογόνους σου ως δούλους, θα το τιμωρήσω εγώ. Μετά δε τα τετρακόσια αυτά χρόνια
οι απόγονοί σου θα εξέλθουν από την χώραν εκείνην και θα έλθουν εδώ εις την
Χαναάν με πολλά αγαθά, λαός πολύς.
Γεν. 15,15 σὺ δὲ ἀπελεύσῃ
πρὸς τοὺς πατέρας σου ἐν εἰρήνῃ, τραφεὶς ἐν
γήρᾳ καλῷ.
Γεν. 15,15 Συ δε με ένα ειρηνικόν θάνατον, αφού πλέον θα έχεις
φθάσει εις ευτυχιαμένα γεράματα, θα μεταβής στους προπάτοράς σου εις την
αιωνιότητα.
Παροιμ. ιε΄7- 19
Παρ. 15,7 χείλη σοφῶν
δέδεται αἰσθήσει, καρδία δὲ ἀφρόνων οὐκ ἀσφαλεῖς.
Παρ. 15,7 Τα χείλη των σοφών και ευσεβών είναι στενά
συνδεδεμένα και αχώριστα με την αληθή γνώσιν και σοφίαν, ενώ αι καρδίαι των
ασυνέτων δεν έχουν σταθερόν στήριγμα αλλ' εκτρέπονται απ' έδω και από εκεί.
Παρ. 15,8 θυσίαι ἀσεβῶν
βδέλυγμα Κυρίῳ, εὐχαὶ δὲ κατευθυνόντων δεκταὶ παρ᾿
αὐτῷ.
Παρ. 15,8 Αι θυσίαι των ασεβών είναι αποκρουστικαί και
μισηταί από τον Κυριον. Αι προσευχαί όμως και τα τάματα αυτών, που
συμμορφώνονται προς το θείον θέλημα, είναι ευάρεστα και ευπρόσδεκτα από τον
Θεόν.
Παρ. 15,9 βδέλυγμα Κυρίῳ ὁδοὶ
ἀσεβοῦς, διώκοντας δὲ δικαιοσύνην ἀγαπᾷ.
Παρ. 15,9 Αποκρουστικαί και μισηταί ενώπιον του Κυρίου είναι
αι πορείαι της ζωής του ασεβούς. Εξ αντιθέτου δε ο Κυριος αγαπά εκείνους, οι
οποίοι επιδιώκουν την αρετήν.
Παρ. 15,10 παιδεία ἀκάκου
γνωρίζεται ὑπὸ τῶν παριόντων, οἱ δὲ μισοῦντες
ἐλέγχους τελευτῶσιν αἰσχρῶς.
Παρ. 15,10 Η κατά Θεόν μόρφωσις του αγαθού και απονηρεύτου
ανθρώπου γίνεται αμέσως γνωστή και από αυτούς ακόμη τους περαστικούς. Οσοι όμως
μισούν και αποστρέφονται τους δικαίους ελέγχους, αποθνήσκουν κατά τρόπον
επονείδιστον και εξευτελιστικόν.
Παρ. 15,11 ᾅδης καὶ ἀπώλεια
φανερὰ παρὰ τῷ Κυρίῳ· πῶς οὐχὶ
καὶ αἱ καρδίαι τῶν ἀνθρώπων;
Παρ. 15,11 Αφού αυτός ούτος ο άδης και η χώρα της απωλείας των
αμαρτωλών είναι ολοφάνερα ενώπιον του Κυρίου, πως δεν είναι φανεραί ενώπιόν του
και αι καρδίαι των ανθρώπων;
Παρ. 15,12 οὐκ ἀγαπήσει
ἀπαίδευτος τοὺς ἐλέγχοντας αὐτόν, μετὰ δὲ
σοφῶν οὐχ ὁμιλήσει.
Παρ. 15,12 Ο απαίδευτος και ανεπίδεκτος μαθήσεως άνθρωπος δεν θα
αγαπήση ποτέ αυτούς που τον ελέγχουν προς διόρθωσίν του. Με σοφούς και
ενάρετους ανθρώπους δεν θα θελήση ποτέ να συναναστροφή.
Παρ. 15,13 καρδίας εὐφραινομένης
πρόσωπον θάλλει, ἐν δὲ λύπαις οὔσης σκυθρωπάζει.
Παρ. 15,13 Οταν η καρδία χαίρη και ευφραίνεται από την αρετήν,
το πρόσωπον είναι θαλλερόν και χαρούμενον. Οταν όμως η καρδία ευρίσκεται υπό το
κράτος λύπης, το πρόσωπον αποκτά μελαγχολικήν και σκυθρωπήν όψιν.
Παρ. 15,14 καρδία ὀρθὴ
ζητεῖ αἴσθησιν, στόμα δὲ ἀπαιδεύτων γνώσεται κακά.
Παρ. 15,14 Η καλή και αγαθή καρδία ζητεί να αποκτήση την
αληθινήν γνώσιν και σοφίαν. Εξ αντιθέτου το στόμα των ψυχικώς ακαλλιεργήτων και
απαιδεύτων ανθρώπων θα γνωρίζη και θα εκφράζη κακά μόνον νοήματα και έργα.
Παρ. 15,15 πάντα τὸν χρόνον οἱ
ὀφθαλμοὶ τῶν κακῶν προσδέχονται κακά, οἱ δὲ
ἀγαθοὶ ἡσυχάζουσι διαπαντός.
Παρ. 15,15 Οι πονηροί άνθρωποι καθ' όλον τον χρόνον της ζωής των
στρέφουν περιδεείς ολόγυρα τους οφθαλμούς των, αναμένοντες να εκσπάσουν
εναντίον των τιμωρίαι και συμφοραί. Εξ αντιθέτου οι αγαθοί ζουν καθ' όλον το
διάστημα της ζωής των με ησυχίαν και ειρήνην.
Παρ. 15,16 κρεῖσσον μικρὰ
μερὶς μετὰ φόβου Κυρίου ἢ θησαυροὶ μεγάλοι μετὰ ἀφοβίας.
Παρ. 15,16 Είναι καλύτερον και προτιμότερον να έχη κανείς μικράν
περιουσίαν με φόβον Κυρίου, παρά να έχη πολλούς και μεγάλους θησαυρούς άνευ
φόβου Θεού.
Παρ. 15,17 κρείσσων ξενισμὸς
μετὰ λαχάνων πρὸς φιλίαν καὶ χάριν ἢ παράθεσις μόσχων
μετὰ ἔχθρας.
Παρ. 15,17 Καλύτερα και προτιμότερα είναι φιλοξενία με λάχανα, η
οποία διαπνέεται από φιλίαν και χάριν, παρά φιλοξενία με πλούσια φαγητά, από
κρέας μόσχου, η οποία διαποτίζεται από εχθρότητα και μίσος.
Παρ. 15,18 ἀνὴρ θυμώδης
παρασκευάζει μάχας, μακρόθυμος δὲ καὶ τὴν μέλλουσαν
καταπραΰνει.
Παρ. 15,18 Ο ευερέθιστος και θυμώδης άνθρωπος υπεγείρει και
προκαλεί φιλονεικίας και μάχας, ενώ ο πράος και υπομονητικός προλαμβάνει και
κατασιγάζει και την μέλλουσαν να εκραγή φιλονεικίαν.
Παρ. 15,18α μακρόθυμος ἀνὴρ
κατασβέσει κρίσεις, ὁ δὲ ἀσεβὴς ἐγείρει μᾶλλον.
Παρ. 15,18α Ο πράος και υπομονητικός άνθρωπος
θα κατασβέση τας φιλονεικίας και τας έριδας και θα προλάβη δικαστικούς αγώνας,
ενώ ο ασεβής μάλλον τας προκαλεί και τας ανάπτει.
Παρ. 15,19 ὁδοὶ ἀεργῶν
ἐστρωμέναι ἀκάνθαις, αἱ δὲ τῶν ἀνδρείων
τετριμμέναι.
Παρ. 15,19 Οι δρόμοι της ζωής των οκνηρών και αέργων ανθρώπων
είναι στρωμένοι με αγκάθια, με θλίψεις και δυσκολίας. Ενῷ οι δρόμοι των εργατικών και
δραστηρίων είναι ομαλοί και ευκολοπεριπάτητοι.
Ησ. μ΄18- 31
Ησ. 40,18 τίνι ὡμοιώσατε
Κύριον καὶ τίνι ὁμοιώματι ὡμοιώσατε αὐτόν;
Ησ. 40,18 Σεις, που παρασύρεσθε εις την ειδωλολατρείαν, με τι
παρομοιάσατε τον Κυριον; Με ποιά εικόνα παρομοιάσατε αυτόν.
Ησ. 40,19 μὴ εἰκόνα ἐποίησε
τέκτων, ἢ χρυσοχόος χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αὐτόν, ὁμοίωμα
κατεσκεύασεν αὐτόν;
Ησ. 40,19 Μηπως ο ειδωλολάτρης τέκτων κατεσκεύασεν εικόνα και
ο χρυσοχόος, αφού έλυωσε το χρυσίον μέσα στο χωνευτήριόν του, την περιεχρύσωσε
και έτσι κατεσκεύασεν ομοίωμα του Θεού;
Ησ. 40,20 ξύλον γὰρ ἄσηπτον
ἐκλέγεται τέκτων καὶ σοφῶς ζητεῖ πῶς στήσει εἰκόνα
αὐτοῦ καὶ ἵνα μὴ σαλεύητε.
Ησ. 40,20 Ο τέκτων εκλέγει επίσης ένα άσηπτον ξύλον, το
σκαλίζει με σοφίαν και επιζητεί να στήση την εικόνα του Θεού, δια να μη
σαλεύεται.
Ησ. 40,21 οὐ γνώσεσθε; οὐκ
ἀκούσεσθε; οὐκ ἀνηγγέλη ἐξ ἀρχῆς ὑμῖν;
οὐκ ἔγνωτε τὰ θεμέλια τῆς γῆς;
Ησ. 40,21 Σεις, οι ειδωλολάτραι δεν θα γνωρίσετε την αλήθειαν;
Δεν θα ακούσετε τον νόμον του Θεού; Δεν ανηγγέλθη εις σας ευθύς εξ αρχής από
της δημιουργίας του κόσμου; Δεν εμαθατε από την ασφαλή θεμελίωσιν της γης,
ποιός την έκαμε και την εστερέωσε;
Ησ. 40,22 ὁ κατέχων τὸν
γῦρον τῆς γῆς, καὶ οἱ ἐνοικοῦντες ἐν
αὐτῇ ὡς ἀκρίδες, ὁ στήσας ὡς καμάραν τὸν
οὐρανὸν καὶ διατείνας ὡς σκηνὴν κατοικεῖν,
Ησ. 40,22 Ο Θεός είναι εκείνος, που κατέχει όλην την σφαίραν
της γης, οι δε κατοικούντες εις αυτήν είναι ώσαν ακρίδες. Ο Θεός είναι εκείνος,
που έστησε και εθεμελίωσε τον ουρανόν ως πελωρίαν καμάραν, που τον ήπλωσεν ωσάν
σκηνήν, δια να κατοικούν κάτω από αυτήν οι άνθρωποι.
Ησ. 40,23 ὁ διδοὺς ἄρχοντας
ὡς οὐδὲν ἄρχειν, τὴν δὲ γῆν ὡς
οὐδὲν ἐποίησεν.
Ησ. 40,23 Ο Θεός καθιστα τους αμαρτωλούς άρχοντας ώσαν ένα
μηδέν, χωρίς κύρος, σαν να μη εξουσιάζουν τίποτε. Εδημιούργησε δε την γην, σαν
ένα τίποτε ενώπιόν του.
Ησ. 40,24 οὐ γὰρ μὴ
φυτεύσωσιν, οὐδὲ μὴ σπείρωσιν, οὐδὲ μὴ ῥιζωθῇ
εἰς τὴν γῆν ἡ ῥίζα αὐτῶν· ἔπνευσεν
ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐξηράνθησαν, καὶ
καταιγὶς ὡς φρύγανα λήψεται αὐτούς.
Ησ. 40,24 Οι άνθρωποι ομοιάζουν με τα φυτά, που χωρίς την
δύναμιν του Θεού δεν ημπορούν ούτε να φυτευθούν, ούτε να σπαρούν, ούτε και η
ρίζα των να εισχωρήση εις την γην. Επνευσεν εναντίον των καυστικός ο άνεμος και
εξηράνθησαν· ήλθεν η καταιγίς και σαν φρύγανα θα τα αναλάβη και θα τα
εξαφάνιση.
Ησ. 40,25 νῦν οὖν
τίνι με ὡμοιώσατε καὶ ὑψωθήσομαι; εἶπεν ὁ ἅγιος.
Ησ. 40,25 Τωρα, λοιπόν, σκεφθήτε σεις, οι ειδωλολάτραι, προς
ποίον με παρομοιάσατε; Που με ανεβάσατε, ώστε εγώ να δοξασθώ; είπεν ο άγιος
Θεός.
Ησ. 40,26 ἀναβλέψατε εἰς
ὕψος τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ ἴδετε,
τίς κατέδειξε ταῦτα πάντα; ὁ ἐκφέρων κατ᾿ ἀριθμὸν
τὸν κόσμον αὐτοῦ πάντας ἐπ᾿ ὀνόματι
καλέσει· ἀπὸ πολλῆς δόξης καὶ ἐν κράτει ἰσχύος
αὐτοῦ οὐδέν σε ἔλαθε.
Ησ. 40,26 Σηκώσατε υψηλά τα μάτια σας στον ουρανόν και ίδετε,
ποιός εδημιούργησε και κατέστησε περίλαμπρα όλα αυτά; Ο Θεός είναι εκείνος, ο
οποίος διατάσσει και βγάζει ώσαν μετρημένην και τακτοποιημένην στρατιάν, τον
κόσμον των αστέρων. Ολους τους αστέρας ονομαστικώς θα τους καλέση. Από την πολλήν
σου δόξαν και εις την ισχύν της δυνάμεώς σου, Κυριε, τίποτε δεν σου διέφυγε.
Γνωρίζεις τα πάντα πάντοτε.
Ησ. 40,27 Μὴ γὰρ εἶπῃς,
Ἰακώβ, καὶ τί ἐλάλησας, Ἰσραήλ· ἀπεκρύβη ἡ
ὁδός μου ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Θεός μου
τὴν κρίσιν ἀφεῖλε καὶ ἀπέστη;
Ησ. 40,27 Μη πης ποτέ, Ιακώβ, μη λαλήσης ισραηλιτικέ λαέ· “η
οδός μου είναι, λοιπόν, κρυμμένη από τον Θεόν; Δεν την γνωρίζει; Ο Θεός μου με
εστέρησεν από την δικαίαν του κρίσιν, απέφυγε να μου αποδώση το δίκαιον και
απεμακρύνθη από εμέ;”
Ησ. 40,28 καὶ νῦν οὐκ
ἔγνως εἰ μὴ ἤκουσας; Θεὸς αἰώνιος ὁ
Θεὸς ὁ κατασκευάσας τὰ ἄκρα τῆς γῆς, οὐ
πεινάσει, οὐδὲ κοπιάσει, οὐδέ ἐστιν ἐξεύρεσις τῆς
φρονήσεως αὐτοῦ·
Ησ. 40,28 Και λοιπόν δεν έμαθες, δεν ήκουσες ότι ο αιώνιος
Θεός είναι,ο Θεός ο οποίος εδημιούργησεν ολόκληρον την γην; Απειροτέλειος και
αιώνιος καθώς είναι, αυτός εδημιούργησεν ολόκληρον την γην από άκρου εις άκρον.
Δεν θα πεινάση, ούτε και θα κοπιάση, όπως οι άνθρωποι δια τον άρτον των· ούτε
και είναι δυνατόν να εξερεύνηση και κατανόηση κανείς όλον το βάθος της απείρου σοφίας
του.
Ησ. 40,29 διδοὺς τοῖς
πεινῶσιν ἰσχὺν καὶ τοῖς μὴ ὀδυνωμένοις
λύπην.
Ησ. 40,29 Αυτός δίδει στους πεινώντας τροφήν και δύναμιν· και
εις όσους δεν έχουν δοκιμάσει οδύνας, αποστέλλει λύπην.
Ησ. 40,30 πεινάσουσι γὰρ
νεώτεροι, καὶ κοπιάσουσι νεανίσκοι, καὶ ἐκλεκτοὶ ἀνίσχυες
ἔσονται·
Ησ. 40,30 Νέοι, ευρισκόμενοι εις την ακμήν της ηλικίας των, θα
καταβληθούν από την πείναν, θα κοπιάσουν και θα ταλαιπωρηθούν· και οι εκλεκτοί
μεταξύ αυτών θα γίνουν ανίσχυροι.
Ησ. 40,31 οἱ δὲ ὑπομένοντες
τὸν Θεὸν ἀλλάξουσιν ἰσχύν, πτεροφυήσουιν ὡς ἀετοί,
δραμοῦνται καὶ οὐ κοπιάσουσι, βαδιοῦνται καὶ οὐ
πεινάσουσιν.
Ησ. 40,31 Εκείνοι όμως οι οποίοι υπομένουν και περιμένουν τον
Κυριον, θα πάρουν νέαν μεγαλυτέραν δύναμιν, θα βγάλουν νέα φτερά, σαν αετοί· θα
τρέχουν και δεν θα καταβάλλωνται από τον κόπον· θα βαδίζουν και δεν θα
πεινάσουν.