Ἀπόστολος: ( Κολ. α΄ 18 - 23 )18 καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας· ὅς ἐστινἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων,
19 ὅτι ἐν αὐτῷ εὐδόκησε πᾶν τὸ πλήρωμα κατοικῆσαι
20 καὶ δι' αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τὰ πάντα εἰς αὐτόν, εἰρηνοποιήσας διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ, δι' αὐτοῦ εἴτε τὰ ἐπὶ τῆς γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
21 Καὶ ὑμᾶς ποτε ὄντας ἀπηλλοτριωμένους καὶ ἐχθροὺς τῇ διανοίᾳἐν τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, νυνὶ δὲ ἀποκατήλλαξεν
22 ἐν τῷ σώματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ διὰ τοῦ θανάτου, παραστῆσαιὑμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους καὶ ἀνεγκλήτους κατενώπιον αὐτοῦ,
23 εἴ γε ἐπιμένετε τῇ πίστει τεθεμελιωμένοι καὶ ἑδραῖοι καὶ μὴμετακινούμενοι ἀπὸ τῆς ἐλπίδος τοῦ εὐαγγελίου οὗ ἠκούσατε, τοῦκηρυχθέντος ἐν πάσῃ τῇ κτίσει τῇ ὑπὸ τὸν οὐρανόν, οὗ ἐγενόμηνἐγὼ Παῦλος διάκονος.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
18 Καὶ αὐτὸς εἶναι ἡ Κεφαλὴ τοῦ σώματος, δηλαδὴ τῆς ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ ἀρχή, ὁ πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, διὰ νὰ γίνῃ αὐτὸς ὁ πρῶτος εἰς ὅλα,
19 διότι εἰς αὐτὸν εὐαρεστήθηκε νὰ κατοικήσῃ ὅλον τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ,
20 καὶ δι’ αὐτοῦ νὰ συμφιλιώσῃ μετὰ τοῦ ἑαυτοῦ του τὰ πάντα, τόσον τὰ ἐπίγεια, ὅσον καὶ τὰ ἐπουράνια, ἀφοῦ ἔφερε τὴν εἰρήνην μὲ τὸ αἷμα τοῦ σταυροῦ του.
21 Καὶ σεῖς κάποτε ἤσαστε ἀποξενωμένοι καὶ ἐχθρικῆς διαθέσεως, καὶ τὰ ἔργα σας ἦσαν πονηρά,
22 ἀλλὰ τώρα ὁ Θεὸς μὲ τὸ σάρκινον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σᾶς συμφιλίωσε διὰ τοῦ θανάτου του, διὰ νὰ σᾶς παρουσιάσῃ ἐνώπιόν του ἁγίους, χωρὶς καμμίαν κηλῖδα καὶ κατηγορίαν,
23 ἀρκεῖ νὰ ἐξακολουθήσετε νὰ μένετε εἰς τὴν πίστιν, θεμελιωμένοι καὶ σταθεροί, χωρὶς νὰ μετακινῆσθε ἀπὸ τὴν ἐλπίδα ποὺ προσφέρεται εἰς τὸ εὐαγγέλιον τὸ ὁποῖον ἀκούσατε καὶ τὸ ὁποῖον ἐκηρύχθηκε εἰς ὅλα τὰ δημιουργήματα ὑπὸ τὸν οὐρανόν, τοῦ ὁποίου εὐαγγελίου ἐγὼ ὁ Παῦλος ἔγινα ὑπηρέτης.
Εὐαγγέλιο: (Λουκ. θ΄ 44 - 50 )
44 θέσθε ὑμεῖς εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν τοὺς λόγους τούτους· ὁ γὰρ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων.
45 Οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα τοῦτο, καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ᾿αὐτῶν ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτό, καὶ ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι αὐτὸν περὶ τοῦ ρήματος τούτου.
Ταπεινοφροσύνη καὶ ἀνοχή
46 Εἰσῆλθε δὲ διαλογισμὸς ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αὐτῶν.
47 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἰδὼν τὸν διαλογισμὸν τῆς καρδίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενος παιδίου ἔστησεν αὐτὸ παρ᾿ ἑαυτῷ
48 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὃς ἐὰν δέξηται τοῦτο τὸ παιδίον ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται, καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με. Ὁ γὰρ μικρότερος ἐν πᾶσιν ὑμῖν ὑπάρχων, οὗτός ἐστι μέγας.
49 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶπεν· ἐπιστάτα,εἴδομέν τινα ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ μεθ᾿ ἡμῶν.
50 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· μὴ κωλύετε· οὐ γάρ ἐστι καθ᾿ὑμῶν· ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ᾿ ὑμῶν, ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
44 «Βάλτε σεῖς εἰς τὰ αὐτιά σας τὰ λόγια αὐτά: Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει νὰ παραδοθῇ εἰς τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων».
45 Ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν καταλάβαιναν τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τοὺς ἦσαν καλυμμένα, διὰ νὰ μὴ ἀντιληφθοῦν τὴν σημασίαν τους, ἐφοβοῦντο δὲ νὰ τὸν ἐρωτήσουν τί ἐννοοῦσαν.
Ταπεινοφροσύνη καὶ ἀνοχή
46 Μία συζήτησις ἄρχισε μεταξύ τους περὶ τοῦ ποιὸς ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι ὁ μεγαλύτερος.
47 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν σκέψιν τῆς καρδιᾶς των, ἐπῆρε ἕνα παιδί, τὸ ἔβαλε κοντά του,
48 καὶ τοὺς εἶπε, «Ἐκεῖνος ποὺ θὰ δεχθῇ τὸ παιδὶ αὐτὸ εἰς τὸ ὄνομά μου, ἐμὲ δέχεται· καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ δεχθῇ ἐμέ, δέχεται ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε· διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶναι μεταξύ σας μικρότερος, αὐτὸς εἶναι μεγάλος».
49 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰωάννης, «Διδάσκαλε εἴδαμε κἀποιον, ὁ ὁποῖος εἰς τὸ ὄνομά σου βγάζει δαιμόνια καὶ τὸν ἐμποδίσαμε, διότι δὲν μᾶς ἀκολουθεῖ».
50 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Μὴ τὸν ἐμποδίζετε· διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ἐναντίον μας εἶναι μὲ τὸ μέρος μας».