Ἀπόστολος: ( Πράξ. ι΄ 1- 16 )
Πραξ. 10,1 Ἀνὴρ δέ τις ἐν
Καισαρείᾳ ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατοντάρχης ἐκ σπείρης τῆς
καλουμένης Ἰταλικῆς,
Πραξ. 10,1 Υπήρχε δε εις την Καισάρειαν κάποιος άνθρωπος,
ονόματι Κορνήλιος, εκατόνταρχος, από την στρατιωτικήν μονάδα, που ελέγετο
σπείρα Ιταλική.
Πραξ. 10,2 εὐσεβὴς καὶ
φοβούμενος τὸν Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ
αὐτοῦ, ποιῶν τε ἐλεημοσύνας πολλὰς τῷ λαῷ
καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ διὰ παντός,
Πραξ. 10,2 Αυτός ήτο ευσεβής και θεοφοβούμενος μαζή με όλον του
τον οίκον. Εκανε πολλάς ελεημοσύνας στον λαόν και παρακαλούσε πάντοτε τον Θεόν
να τον φωτίζη.
Πραξ. 10,3 εἶδεν ἐν ὁράματι
φανερῶς ὡσεὶ ὥραν ἐνάτην τῆς ἡμέρας ἄγγελον
τοῦ Θεοῦ εἰσελθόντα πρὸς αὐτὸν καὶ εἰπόντα
αὐτῷ· Κορνήλιε.
Πραξ. 10,3 Είδε, λοιπόν, κατά την τρίτην απογευματινήν ώραν,
φανερά εις ένα όραμα, άγγελον του Θεού, ο οποίος εισήλθε στο σπίτι του δι'
αυτόν και του είπε· “Κορνήλιε”.
Πραξ. 10,4 ὁ δὲ ἀτενίσας
αὐτῷ καὶ ἔμφοβος γενόμενος εἶπε· τί ἐστι,
κύριε; εἶπε δὲ αὐτῷ· αἱ προσευχαί σου καὶ
αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ.
Πραξ. 10,4 Αυτός προσήλωσε τα μάτια του στον άγγελον, κατελήφθη
από φόβον και είπε· “τι είναι, κύριε;” Ο δε άγγελος του απήντησε· “αι προσευχαί
σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν στον ουρανόν προς τον Θεόν, δια να σε
ενθυμήται συνεχώς.
Πραξ. 10,5 καὶ νῦν
πέμψον εἰς Ἰόππην ἄνδρας καὶ μετάπεμψαι Σίμωνα τὸν
ἐπικαλούμενον Πέτρον·
Πραξ. 10,5 Και τώρα στείλε εις την Ιόππην ανθρώπους σου και
προσκάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που επονομάζεται Πετρος.
Πραξ. 10,6 οὗτος ξενίζεται
παρά τινι Σίμωνι βυρσεῖ, ᾧ ἐστιν οἰκία παρὰ
θάλασσαν.
Πραξ. 10,6 Αυτός φιλοξενείται από κάποιον βυρσοδέψην Σιμωνα, του
οποίου το σπίτι είναι κοντά εις την θάλασσαν”.
Πραξ. 10,7 ὡς δὲ ἀπῆλθεν
ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν τῷ Κορνηλίῳ, φωνήσας δύο
τῶν οἰκετῶν αὐτοῦ καὶ στρατιώτην εὐσεβῆ
τῶν προσκαρτερούντων αὐτῷ,
Πραξ. 10,7 Αμέσως δε μόλις ο άγγελος που ωμιλούσε προς τον
Κορνήλιον έφυγεν, εφώναξε αυτός δύο υπηρέτας του και ένα ευσεβή στρατιώτην, από
εκείνους που ήσαν απεσπασμένοι εις την υπηρεσίαν του,
Πραξ. 10,8 καὶ ἐξηγησάμενος
αὐτοῖς ἅπαντα, ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς
τὴν Ἰόππην.
Πραξ. 10,8 και αφού τους εξήγησε όλα όσα είδε και ήκουσε, τους
έστειλε εις την Ιόππην γεμάτος ελπίδας και εμπιστοσύνην εις τα λόγια του
αγγέλου.
Πραξ. 10,9 Τῇ δὲ ἐπαύριον
ὁδοιπορούντων ἐκείνων καὶ τῇ πόλει ἐγγιζόντων ἀνέβη
Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι περὶ ὥραν ἕκτην.
Πραξ. 10,9 Την άλλην ημέραν, ενώ εκείνοι επεζοπορούσαν και
επλησίαζαν εις την πόλιν, ανέβηκε ο Πετρος εις την ταράτσα της οικίας, κατά τας
δώδεκα το μεσημέρι, δια να προσευχηθή.
Πραξ. 10,10 ἐγένετο δὲ
πρόσπεινος καὶ ἤθελε γεύσασθαι· παρασκευαζόντων δὲ ἐκείνων
ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἔκστασις,
Πραξ. 10,10 Ησθάνθη δε πείναν μεγάλην και ήθελε να φάγη. Ενώ δε
εκείνοι που ήσαν στο σπίτι ετοίμαζαν τα του φαγητού, κατέλαβε τον Πετρον
έκτασις, ώστε να βλέπη αποκαλύψεις Θεού.
Πραξ. 10,11 καὶ θεωρεῖ τὸν
οὐρανὸν ἀνεῳγμένον καὶ καταβαῖνον ἐπ᾿
αὐτὸν σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην, τέσσαρσιν ἀρχαῖς
δεδεμένον καὶ καθιέμενον ἐπὶ τῆς γῆς,
Πραξ. 10,11 Και βλέπει τον ουρανόν ανοιγμένο και να κατεβαίνη προς
αυτόν ένα σκεύος, που ωμοίαζε με μεγάλο σινδόνι, δεμένον από τα τέσσερα άκρα,
και το οποίον σιγά-σιγά κατέβαινε εις την γην.
Πραξ. 10,12 ἐν ᾧ ὑπῆρχε
πάντα τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ
τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Πραξ. 10,12 Εις αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης και τα θηρία
και τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού.
Πραξ. 10,13 καὶ ἐγένετο
φωνὴ πρὸς αὐτόν· ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ
φάγε.
Πραξ. 10,13 Και έγινε μια φωνή προς αυτόν, η οποία του έλεγε·
“Πετρε, σήκω, σφάξε και φάγε”.
Πραξ. 10,14 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε·
μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινὸν
ἢ ἀκάθαρτον.
Πραξ. 10,14 Ο δε Πετρος απήντησε· “ποτέ και με κανένα τρόπο, δεν θα
κάμω αυτό, Κυριε· διότι ποτέ έως τώρα δεν έφαγα κανένα μολυσμένον η ακάθαρτον,
που το απαγορεύει ο νόμος”.
Πραξ. 10,15 καὶ φωνὴ πάλιν
ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν· ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε
σὺ μὴ κοίνου.
Πραξ. 10,15 Και πάλιν δια δευτέραν φοράν ήλθε η φωνή προς τον
Πετρον· “αυτά, που ο Θεός έχει κάμει πλέον καθαρά, συ μη τα θεωρείς μολυσμένα
και ακάθαρτα”.
Πραξ. 10,16 τοῦτο δὲ ἐγένετο
ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνελήφθη τὸ σκεῦος εἰς
τὸν οὐρανόν.
Πραξ. 10,16 Αυτό επανελήφθη τρεις φορές και ενελήφθη πάλιν το
σκεύος στον ουρανόν.
Εὐαγγέλιο: ( Ίωάν. ς΄56- 69 )
Ιω. 6,56 ὁ τρώγων μου τὴν
σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει,
κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
Ιω. 6,56 Καθένας που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το
αίμα μου, ενώνεται μαζή μου στενότατα εις ένα πνευματικόν σώμα, ώστε αυτός να
μένη μέσα εις εμέ και εγώ να μένω μέσα εις αυτόν και να τον μεταβάλλω εις
κατοικητήριον της θεότητος.
Ιω. 6,57 καθὼς ἀπέστειλέ
με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν
πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι᾿ ἐμέ.
Ιω. 6,57 Καθώς με έστειλε ο Πατήρ, ο οποίος έχει από τον
ευατόν του την ζωήν και είναι η πηγή της ζωής, και εγώ ως άνθρωπος έχω ζωήν
αθάνατον από τον Πατέρα, και ζω δια τον Πατέρα, έτσι και εκείνος, ο οποίος δια
της θείας Ευχαριστίας με μεταλαμβάνει, θα ζήση, διότι θα πάρη από εμέ την ζωήν.
Ιω. 6,58 οὗτός ἐστιν
ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ
καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ μάννα καὶ
ἀπέθανον· ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται
εἰς τὸν αἰῶνα.
Ιω. 6,58 Αυτός που σας είπα είναι ο άρτος που έχει κατεβή
από τον ουρανόν. Δεν είναι σαν το μάννα που έφαγαν οι πατέρες σας εις την
έρημον και έζησαν επί ολίγα έτη και στο τέλος απέθαναν· εκείνος που τρώγει
αυτόν τον άρτον θα ζήση αιωνίως”.
Ιω. 6,59 Ταῦτα εἶπεν
ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ.
Ιω. 6,59 Αυτά είπεν ο Ιησούς μέσα εις την συναγωγήν της
Καπερναούμ, διδάσκων τα πλήθη.
Ιω. 6,60 Πολλοὶ οὖν
ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον·
σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ
ἀκούειν;
Ιω. 6,60 Πολλοί τότε από τους μαθητάς του, όταν ήκουσαν
αυτά είπον· “είναι σκληρός αυτός ο λόγος· ποιός ημπορεί να τον ακούη και να τον
πιστεύει; Πως είναι δυνατόν να φάγη κανείς σάρκα ανθρωπίνην;”
Ιω. 6,61 εἰδὼς δὲ
ὁ Ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περὶ
τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς·
τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει;
Ιω. 6,61 Ο Ιησούς αντελήφθη, με την θείαν του γνώσιν, ότι
γογγύζουν δια το ζήτημα αυτό οι μαθηταί του και τους είπε· “αυτό σας
σκανδαλίζει;
Ιω. 6,62 ἐὰν οὖν
θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα
ὅπου ἦν τὸ πρότερον;
Ιω. 6,62 Εάν λοιπόν, ίδετε τον υιόν του ανθρώπου να
ανεβαίνη εκεί όπου ευρίσκετο πριν λάβη σάρκα ανθρωπίνην, θα πιστεύσετε τότε στο
πρωτάκουστον αυτό γεγονός;
Ιω. 6,63 τὸ πνεῦμά
ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ
οὐδέν· τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν,
πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν.
Ιω. 6,63 Σας λέγω δε και τούτο· Το Αγιον Πνεύμα είναι
εκείνο που ζωοποιεί. Η δε σαρξ μου δίδει ζωήν αιώνιον, διότι ακριβώς έχει
συλληφθή από το Πνεύμα το Αγιον και κατοικεί εις αυτήν το Πνεύμα. Καθε άλλη
σαρξ δεν ωφελεί τίποτε. Τα λόγια, τα οποία εγώ σας διδάσκω, είναι πνεύμα Θεού,
δι' αυτό δε έχουν και μεταδίδουν ζωήν.
Ιω. 6,64 ἀλλ᾿ εἰσὶν
ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν. ᾔδει γὰρ
ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ
μὴ πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ παραδώσων αὐτόν.
Ιω. 6,64 Αλλά υπάρχουν μερικοί από σας, οι οποίοι δεν
πιστεύουν”. Είπε δε αυτά ο Ιησούς, διότι εγνώριζε ευθύς εξ αρχής, ποίοι είναι
αυτοί που δεν πιστεύουν και ποίος είναι εκείνος, ο οποίος έμελλε να τον
παραδώση.
Ιω. 6,65 καὶ ἔλεγε·
διὰ τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς
δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον
αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου.
Ιω. 6,65 Και έλεγεν ο Χριστός· “δια τούτο σας είπα ότι
κανείς δεν ημπορεί να έλθη εις εμέ και να με ακολουθήση με πίστιν, εάν δεν του
έχη δοθή αυτό το χάρισμα από τον Πατέρα μου”.
Ιω. 6,66 Ἐκ τούτου
πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ
εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ᾿ αὐτοῦ
περιεπάτουν.
Ιω. 6,66 Από την ημέραν αυτήν πολλοί εκ των μαθητών του
εγύρισαν εις τα σπίτια των και τας εργασίας των και δεν επήγαιναν πλέον μαζή
του.
Ιω. 6,67 εἶπεν οὖν
ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς
θέλετε ὑπάγειν;
Ιω. 6,67 Λαβών αφορμήν ο Ιησούς από την αποχώρησιν εκείνων
είπεν στους δώδεκα· “μήπως και σεις θέλετε να φύγετε;”
Ιω. 6,68 ἀπεκρίθη οὖν
αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα
ζωῆς αἰωνίου ἔχεις·
Ιω. 6,68 Απήντησε τότε εις αυτόν ο Σιμων Πετρος· “Κυριε,
προς ποίον άλλον να πάμε; Μενομεν πάντοτε μαζή σου, διότι συ έχεις λόγια που
δίδουν ζωήν αιωνίαν.
Ιω. 6,69 καὶ ἡμεῖς
πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ
Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.
Ιω. 6,69 Και ημείς έχομεν πιστεύσει εις σε και έχομεν από
την προσωπικήν μας πείραν γνωρίσει, ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του
ζώντος”.