Ἀπόστολος: ( Πράξ. δ΄13- 22 )
Πραξ. 4,13 Θεωροῦντες δὲ
τὴν τοῦ Πέτρου παῤῥησίαν καὶ Ἰωάννου, καὶ
καταλαβόμενοι ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καὶ ἰδιῶται,
ἐθαύμαζον, ἐπεγίνωσκόν τε αὐτοὺς ὅτι σὺν τῷ
Ἰησοῦ ἦσαν,
Πραξ. 4,13 Εκείνοι βλέποντες το θάρρος του Πετρου και του
Ιωάννου και έχοντες υπ' όψιν των, ότι ήσαν αγράμματοι άνθρωποι του λαού,
κατελαμβάνοντο από θαυμασμόν δια την σοφίαν και την δύναμιν του λόγου των και
συγχρόνως ανεγνώριζαν και παρεδέχοντο ότι αυτοί ήσαν μαζή με τον Ιησούν.
Πραξ. 4,14 τὸν δὲ ἄνθρωπον
βλέποντες σὺν αὐτοῖς ἑστῶτα τὸν τεθεραπευμένον,
οὐδὲν εἶχον ἀντειπεῖν.
Πραξ. 4,14 Βλέποντες δε θεραπευμένον τον τέως χωλόν να στέκεται
μαζή με αυτούς, δεν είχαν και δεν εύρισκαν να αντείπουν τίποτε.
Πραξ. 4,15 κελεύσαντες δὲ αὐτοὺς
ἔξω τοῦ συνεδρίου ἀπελθεῖν, συνέβαλλον πρὸς ἀλλήλους
Πραξ. 4,15 Αφού δε τους διέταξαν να βγουν έξω από την αίθουσαν
του συνεδρίου, ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των και να ανταλλάσσουν τας σκέψεις
των.
Πραξ. 4,16 λέγοντες· τί
ποιήσομεν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις; ὅτι μὲν γὰρ
γνωστὸν σημεῖον γέγονε δι᾿ αὐτῶν, πᾶσι τοῖς
κατοικοῦσιν Ἱερουσαλὴμ φανερὸν καὶ οὐ
δυνάμεθα ἀρνήσασθαι·
Πραξ. 4,16 Λεγοντες· “τι να κάμωμεν με αυτούς τους ανθρώπους;
Διότι, ότι μεν βέβαια έγινε από αυτούς θαύμα γνωστόν και αναντίρρητον, είναι
πλέον φανερόν εις όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, και δεν ημπορούμεν να το
αρνηθούμεν.
Πραξ. 4,17 ἀλλ᾿ ἵνα
μὴ ἐπὶ πλεῖον διανεμηθῇ εἰς τὸν λαόν,
ἀπειλῇ ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν ἐπὶ
τῷ ὀνόματι τούτῳ μηδενὶ ἀνθρώπων.
Πραξ. 4,17 Δια να μη διαδοθή όμως περισσότερον μεταξύ του λαού
το θαύμα, ας τους απειλήσωμεν με μεγάλας τιμωρίας, ώστε να μη ομιλούν εις
κανένα πλέον των ανθρώπων δια το όνομά του, δηλαδή δια τον Χριστόν”.
Πραξ. 4,18 καὶ καλέσαντες αὐτοὺς
παρήγγειλαν αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι μηδὲ
διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ.
Πραξ. 4,18 Και αφού τους εκάλεσαν πάλιν εις την αίθουσαν, τους
έδωσαν την εντολήν να μη κηρύττουν πλέον και να μη διδάσκουν πίστιν στο όνομα
του Ιησού Χριστού.
Πραξ. 4,19 ὁ δὲ Πέτρος
καὶ Ἰωάννης ἀποκριθέντες πρὸς αὐτοὺς εἶπον·
εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν
ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ κρίνατε.
Πραξ. 4,19 Αλλά ο Πετρος και ο Ιωάννης απεκρίθησαν προς αυτούς
και είπαν· “εάν είναι ορθόν και δίκαιον ενώπιον του Θεού, να υπακούωμεν
περισσότερον εις σας παρά στον Θεόν, σκεφθήτε και κρίνετε μόνοι σας.
Πραξ. 4,20 οὐ δυνάμεθα γὰρ
ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν.
Πραξ. 4,20 Διότι ημείς δεν ημπορούμεν να μη κηρύττωμεν αυτά που
είδαμε και ακούσαμε”.
Πραξ. 4,21 οἱ δὲ
προσαπειλησάμενοι ἀπέλυσαν αὐτούς, μηδὲν εὑρίσκοντες τὸ
πῶς κολάσονται αὐτούς, διὰ τὸν λαόν, ὅτι πάντες ἐδόξαζον
τὸν Θεὸν ἐπὶ τῷ γεγονότι·
Πραξ. 4,21 Εκείνοι όμως, αφού διετύπωσαν και νέας απειλάς, τους
απέλυσαν, αφ' ενός μεν διότι δεν εύρισκαν τίποτε το ένοχον, δια να τους
τιμωρήσουν, αφ' ετέρου δε εξ αιτίας του λαού, διότι όλοι εδόξαζαν τον Θεόν, δια
το θαυμαστόν αυτό γεγονός της θεραπείας του χωλού.
Πραξ. 4,22 ἐτῶν γὰρ
ἦν πλειόνων τεσσαράκοντα ὁ ἄνθρωπος ἐφ᾿ ὃν ἐγεγόνει
τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς ἰάσεως.
Πραξ. 4,22 Εδικαιολογείτο δε ο θαυμασμός του λαού, διότι ο εκ
γενετής χωλός, στον οποίον έγινε το θαύμα της θεραπείας, ήτο σαράντα ετών και
πλέον.
Εὐαγγέλιο: ( Ἰωάν. ε΄17- 24 )
Ιω. 5,17 ὁ δὲ Ἰησοῦς
ἀπεκρίνατο αὐτοῖς· ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι
ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι.
Ιω. 5,17 Ο Ιησούς όμως απεκρίθη στους Ιουδαίους, που αυτά
εκέπτοντο εναντίον του· “ο Πατήρ μου εργάζεται ακατάπαυστα έως τώρα (διότι δεν
εδημιούργησε μόνον αλλά και κυβερνά τον κόσμον). Και εγώ ο Υιός του εργάζομαι
συνεχώς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων (χωρίς να διακόπτω το έργον μου ούτε και
το Σαββατον)”.
Ιω. 5,18 διὰ τοῦτο
οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι
ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τὸ σάββατον, ἀλλὰ
καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγε τὸν Θεόν, ἴσον ἑαυτὸν
ποιῶν τῷ Θεῷ.
Ιω. 5,18 Δι' αυτά τα λόγια που ήκουσαν εζητούσαν ακόμη
περισσότερον οι Ιουδαίοι να τον φονεύσουν, διότι όχι μόνον κατέλυε την αργίαν
του Σαββάτου, αλλά και έλεγε ότι έχει ιδικόν του, κατά ένα αποκλειστικόν και
μοναδικόν τρόπον, Πατέρα τον Θεόν και έκαμνε τον ευατόν του ίσον με τον Θεόν.
Ιω. 5,19 ἀπεκρίνατο οὖν
ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν
ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς
ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή
τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν
ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως
ποιεῖ.
Ιω. 5,19 Απεκρίθη τότε ο Ιησούς και τους είπε· “σας
διαβεβαιώνω, ότι δεν ημπορεί ο Υιός να πράττη από τον ευατόν του τίποτε, εάν
δεν βλέπη τον Πατέρα να πράττη. Υπάρχει απόλυτος ομοφωνία μεταξύ Πατρός και
Υιού, διότι εκείνα που ενεργεί ο Πατήρ, κατά τον αυτόν τρόπον, τα ίδια πράττει
και ο Υιός.
Ιω. 5,20 ὁ γὰρ
πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ
ἃ αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ
ἔργα, ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε.
Ιω. 5,20 Διότι ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν και φανερώνει εις
αυτόν πλήρως και τελείως όλα όσα πράττει στον ουρανό και την γην. Και του δίδει
το δικαίωμα τα ίδια και αυτός να πράττη. Και θα του φανερώση ακόμη μεγαλύτερα
και σπουδαιότερα από αυτά, που έως τώρα είδατε, δια να θαυμάζετε και σεις
ακόμη, που μένετε εις την απιστίαν σας.
Ιω. 5,21 ὥσπερ γὰρ
ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ,
οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ.
Ιω. 5,21 Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και
τους δίδει ζωήν, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστον εξουσίαν να δίδη ζωήν εις
οποίον θέλει και κρίνει άξιον.
Ιω. 5,22 οὐδὲ γὰρ
ὁ πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν
δέδωκε τῷ υἱῷ,
Ιω. 5,22 Εχει δε ακόμη το δικαίωμα ο Υιός να κρίνη τους
πάντας, διότι ο Πατήρ δεν κρίνει και δεν δικάζει κανένα, αλλά όλην την εξουσίαν
της κρίσεως την έχει δώσει στον Υιόν.
Ιω. 5,23 ἵνα πάντες τιμῶσι
τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα. ὁ μὴ
τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα τὸν
πέμψαντα αὐτόν.
Ιω. 5,23 Και έδωκεν όλα αυτά στον Υιόν, δια να τιμούν και
προσκυνούν τον Υιόν όλοι, όπως τιμούν και προσκυνούν τον Πατέρα. Εκείνος που
δεν τιμά τον Υιόν, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, ο οποίος τον έστειλεν στον κόσμον.
Ιω. 5,24 ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ
πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς
κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ
θανάτου εἰς τὴν ζωήν.
Ιω. 5,24 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος ο οποίος ακούει την
διδασκαλίαν μου και πιστεύει στον Πατέρα, που με έστειλε, αυτός έχει κερδήσει
την αιώνιον ζωήν και δεν θα περάση από δίκην και κρίσιν, αλλά έχει μεταβή πλέον
από τον πνευματικόν θάνατον της αμαρτίας εις την αιώνιον ζωήν.