Ἀπόστολος: ( Πράξ. ιγ΄13- 24 )
Πραξ. 13,13 Ἀναχθέντες δὲ ἀπὸ
τῆς Πάφου οἱ περὶ τὸν Παῦλον ἦλθον εἰς
Πέργην τῆς Παμφυλίας· Ἰωάννης δὲ ἀποχωρήσας ἀπ᾿
αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς Ἱεροσόλυμα.
Πραξ. 13,13 Αφού δε απέπλευσαν από την Παφον ο Παύλος και οι
συνοδοί του, ήλθαν εις την Περγην της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης όμως απεχώρησε από
αυτούς και επέστρεψε εις Ιεροσόλυμα.
Πραξ. 13,14 Αὐτοὶ δὲ
διελθόντες ἀπὸ τῆς Πέργης παρεγένοντο εἰς Ἀντιόχειαν
τῆς Πισιδίας, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν συναγωγὴν
τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐκάθισαν.
Πραξ. 13,14 Αυτοί δε, αφού επέρασαν από την περιοχήν της Περγης,
έφθασαν εις την Αντιόχειαν της Πισιδίας και κατά την ημέραν του Σαββάτου
εισελθόντες εις την συναγωγήν εκάθισαν.
Πραξ. 13,15 μετὰ δὲ τὴν
ἀνάγνωσιν τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν ἀπέστειλαν
οἱ ἀρχισυνάγωγοι πρὸς αὐτοὺς λέγοντες· ἄνδρες
ἀδελφοί, εἰ ἔστι λόγος ἐν ὑμῖν παρακλήσεως
πρὸς τὸν λαόν, λέγετε.
Πραξ. 13,15 Μετά δε την ανάγνωσιν περικοπών από τον νόμον και τους
προφήτας, έστειλαν οι ερχισυνάγωγοι προς αυτούς τον υπηρέτην της συναγωγής και
τους είπαν· “άνδρες αδελφοί, εάν έχετε λόγον διδασκαλίας και παρηγορίας προς
τον λαόν, λέγετε”.
Πραξ. 13,16 ἀναστὰς δὲ
Παῦλος καὶ κατασείσας τῇ χειρὶ εἶπεν· ἄνδρες
Ἰσραηλῖται καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἀκούσατε.
Πραξ. 13,16 Αφού δε εσηκώθηκε ο Παύλος και με το χέρι του έκαμε
σημείον, ότι ήθελε να ομιλήση, είπε· “άνδρες Ισραηλίται και όσοι εθνικοί, που
φοβείσθε τον Θεόν είσθε εδώ, ακούσατε.
Πραξ. 13,17 ὁ Θεὸς τοῦ
λαοῦ τούτου Ἰσραὴλ ἐξελέξατο τοὺς πατέρας ἡμῶν,
καὶ τὸν λαὸν ὕψωσεν ἐν τῇ παροικίᾳ ἐν
γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ μετὰ βραχίονος ὑψηλοῦ
ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐξ αὐτῆς,
Πραξ. 13,17 Ο Θεός τούτου του ισραηλιτικού λαού εξέλεξε τους
προγόνους μας και εξύψωσε και επλήθυνε τον λαόν, καθ' ον χρόνον έμεινε εις την
χώραν της Αγύπτου και με την παντοδύναμον δεξιάν του τους έβγαλε ελευθέρους από
αυτήν.
Πραξ. 13,18 καὶ ὡς
τεσσαρακονταετῆ χρόνον ἐτροποφόρησεν αὐτοὺς ἐν τῇ
ἐρήμῳ,
Πραξ. 13,18 Και επί σαράντα περίπου χρόνια υπέμεινε τας δυστροπίας
των εις την έρημον.
Πραξ. 13,19 καὶ καθελὼν ἔθνη
ἑπτὰ ἐν γῇ Χαναὰν κατεκληρονόμησεν αὐτοῖς
τὴν γῆν αὐτῶν.
Πραξ. 13,19 Και αφού κατέλυσε επτά έθνη εις την χώραν της Χαναάν,
έδωκε εις αυτούς κληρονομίαν την γην των εθνών αυτών.
Πραξ. 13,20 καὶ μετὰ ταῦτα
ὡς ἔτεσι τετρακοσίοις καὶ πεντήκοντα ἔδωκε κριτὰς
ἕως Σαμουὴλ τοῦ προφήτου.
Πραξ. 13,20 Επειτα δε από αυτά, επί τετρακόσια πενήντα περίπου έτη,
τους έδωσε κριτάς, δια να τους κυβερνήσουν μέχρι της εποχής του Σαμουήλ του
προφήτου.
Πραξ. 13,21 κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο
βασιλέα, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς τὸν
Σαοὺλ υἱὸν Κίς, ἄνδρα ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, ἔτη
τεσσαράκοντα·
Πραξ. 13,21 Από την εποχήν δε του Σαμουήλ εζήτησαν βασιλέαν και
τους έδωκεν ο Θεός τον Σαούλ, τον υιόν του Κις, που κατήγετο από την φυλήν
Βενιαμίν, και ο οποίος εβασίλευσε σαράντα έτη.
Πραξ. 13,22 καὶ μεταστήσας αὐτὸν
ἤγειρεν αὐτοῖς τὸν Δαυΐδ εἰς βασιλέα, ᾧ καὶ
εἶπε μαρτυρήσας· εὗρον Δαυΐδ τὸν τοῦ Ἰεσσαί,
ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τὰ
θελήματά μου.
Πραξ. 13,22 Και όταν, δια την ανυπακοήν και τας αμαρτίας του, τον
εδίωξε ο Θεός, ανέδειξε εις αυτούς βασιλέα τον Δαυίδ, δια τον οποίον και είπε
αυτήν την μαρτυρίαν· Ευρήκα τον Δαυίδ, τον υιόν του Ιεσσαί, άνθρωπον κατά την
καρδίαν μου, ο οποίος θα εκτελέση όλα τα θελήματά μου.
Πραξ. 13,23 τούτου ὁ Θεὸς ἀπὸ
τοῦ σπέρματος κατ᾿ ἐπαγγελίαν ἤγαγε τῷ Ἰσραὴλ
σωτηρίαν,
Πραξ. 13,23 Από τους απογόνους δε τούτου ανέδειξε ο Θεός, σύμφωνα με
την υπόσχεσίν του, τον Ιησούν Χριστόν Σωτήρα στον Ισραήλ.
Πραξ. 13,24 προκηρύξαντος Ἰωάννου
πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ βάπτισμα μετανοίας
παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραήλ.
Πραξ. 13,24 Ολίγον δε χρόνον προηγουμένως πριν εισέλθη ο Ιησούς εις
την δημοσίαν δράσιν του, εκήρυξε ο Ιωάννης βάπτισμα μετανοίας εις όλον τον λαόν
του Ισραήλ.
Εὐαγγέλιο: ( 'Ιωάν. ς΄5- 14 )
Ιω. 6,5 ἐπάρας οὖν
ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ
θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν,
λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα
φάγωσιν οὗτοι;
Ιω. 6,5 Και καθώς εσήκωσε ο Ιησούς τα μάτια και είδεν
ότι πολύς λαός έρχεται προς αυτόν, είπε προς τον Φιλιππον· “από που και με τι
χρήματα θα αγοράσωμεν ψωμιά, δια να φάγουν αυτοί οι άνθρωποι;”.
Ιω. 6,6 τοῦτο δὲ
ἔλεγε πειράζων αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει
τί ἔμελλε ποιεῖν.
Ιω. 6,6 Ελεγε δε τούτο ο Κυριος, δια να δοκιμάση την
πίστιν του Φιλίππου. Διότι αυτός εγνώριζε πολύ καλά τι επρόκειτο με την
παντοδυναμίαν του να κάμη έντος ολίγου.
Ιω. 6,7 ἀπεκρίθη αὐτῷ
Φίλιππος· διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς
ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ.
Ιω. 6,7 Απήντησεν εις αυτούς ο Φιλιππος· “ούτε
διακοσίων δηναρίων ψωμιά δεν αρκούν εις αυτούς, όχι να χορτάσουν, αλλά δια να
πάρη ο κάθε ένας ένα μικρό κόμματι”.
Ιω. 6,8 λέγει αὐτῷ
εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ
ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου.
Ιω. 6,8 Λεγει εις αυτόν ένας από τους μαθητάς του, ο
Ανδρέας, ο αδελφός του Σιμωνος Πετρου·
Ιω. 6,9 ἔστι παιδάριον
ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ
δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς
τοσούτους;
Ιω. 6,9 “είναι εδώ κάποιος νέος, που έχει πέντε
κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά εμπρός εις τόσο πλήθος
ανθρώπων;”
Ιω. 6,10 εἶπε δὲ ὁ
Ἰησοῦς· ποιήσατε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν·
ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. ἀνέπεσον
οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ
πεντακισχίλιοι.
Ιω. 6,10 Ο Ιησούς όμως τους είπε· “Βαλτε τους ανθρώπους
να καθίσουν”. Υπήρχε δε πολύ χορτάρι στον τόπον, διότι ήτο άνοιξις. Εκάθισαν,
λοιπόν, πρώτον οι άνδρες των οποίων ο αριθμός έφθανε περίπου τας πέντε
χιλιάδας.
Ιω. 6,11 ἔλαβε δὲ
τοὺς ἄρτους ὁ Ἰησοῦς καὶ εὐχαριστήσας
διέδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ἀνακειμένοις·
ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον.
Ιω. 6,11 Επήρε δε ο Ιησούς εις τα χέρια του τα ψωμιά και
αφού ευχαρίστησε τον πατέρα, εμοίρασε στους μαθητάς, οι δε μαθηταί εμοίρασαν
στους καθισμένους εκεί ανθρώπους. Το ίδιο έκαμαν και με τα ψάρια και έδιδαν
στον καθένα όσο ήθελε, δια να χορτάση.
Ιω. 6,12 ὡς δέ ἐνεπλήσθησαν,
λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· συναγάγετε τὰ
περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται.
Ιω. 6,12 Αφού δε εχόρτασαν όλοι, είπεν ο Ιησούς στους
μαθητάς του· “μαζέψτε τα κομμάτια που επερίσσεψαν, δια να μη χαθή τίποτε”.
Ιω. 6,13 συνήγαγον οὖν
καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων
τῶν κριθίνων ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν.
Ιω. 6,13 Τα εμάζεψαν, λοιπόν, και εγέμισαν δώδεκα κοφίνια
από τα κομμάτια των πέντε κριθίνων άρτων, τα οποία επερίσσεψαν εις εκείνους που
είχαν φάγει.
Ιω. 6,14 Οἱ οὖν ἄνθρωποι,
ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον
ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος
εἰς τὸν κόσμον.
Ιω. 6,14 Οι άνθρωποι, λοιπόν, όταν είδαν αυτό το
καταπληκτικό θαύμα, που έκαμεν ο Ιησούς, έλεγαν ότι αυτός πράγματι είναι ο
προφήτης εκείνος, που σύμφωνα με την προφητείαν του Μωϋσέως έρχεται στον
κόσμον.