6 Ἀπὸ δὲ τῶν δοκούντων εἶναί τι, ὁποῖοί ποτε ἦσαν οὐδέν μοι διαφέρει· πρόσωπον Θεὸς ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει· ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο,
7 ἀλλὰ τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθὼς Πέτρος τῆς περιτομῆς·
8 ὁ γὰρ ἐνεργήσας Πέτρῳ εἰς ἀποστολὴν τῆς περιτομῆς ἐνήργησε καὶ ἐμοὶ εἰς τὰ ἔθνη·
9 καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι, Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εἰς τὰ ἔθνη, αὐτοὶ δὲ εἰς τὴν περιτομήν·
10 μόνον τῶν πτωχῶν ἵνα μνημονεύωμεν, ὃ καὶ ἐσπούδασα αὐτὸ τοῦτο ποιῆσαι.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
6
Ἀπὸ δὲ τοὺς φημισμένους, – τί ἦσαν μιὰ φορὰ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει, ὁ Θεὸς
δὲν λαβαίνει ὑπ’ ὄψιν του τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου – εἰς ἐμὲ λοιπὸν οἱ
φημισμένοι τίποτε δὲν μοῦ προσέθεσαν ἀλλὰ τοὐναντίον,
7 ὅταν εἶδαν ὅτι ἐγὼ ἤμουν ἐμπιστευμένος μὲ τὸ εὐαγγέλιον διὰ τοὺς ἀπεριτμήτους ὅπως ὁ Πέτρος διὰ τοὺς περιτμημένους,
8
– διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐνήργησε εἰς τὸν Πέτρον, ὥστε νὰ γίνῃ
ἀπόστολος τῶν περιτμημένων, ἐνήργησε καὶ εἰς ἐμὲ διὰ νὰ γίνω ἀπόστολος
εἰς τὰ ἔθνη –
9
καὶ ὅταν αὐτοὶ ἀνεγνώρισαν τὴν χάριν, ποὺ μοῦ εἶχε δοθῆ, τότε ὁ Ἰάκωβος
καὶ ὁ Κῆφας καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι ἐθεωροῦντο ὅτι εἶναι στύλοι,
ἔδωκαν εἰς ἐμὲ καὶ εἰς τὸν Βαρνάβαν τὸ δεξί τους χέρι εἰς σημεῖον
ἐπικοινωνίας καὶ συμφώνησαν νὰ εἴμεθα ἐμεῖς ἀπόστολοι εἰς τὸν ἐθνικὸν
κόσμον, αὐτοὶ δὲ εἰς τοὺς περιτμημένους.
10 Ἐζήτησαν μόνον νὰ ἐνθυμούμεθα τοὺς πτωχοὺς καὶ αὐτὸ ἐφρόντισα νὰ τὸ κάνω.
Εὐαγγέλιο: (Μάρκ. ε΄ 22-24 & 35-43 & ιστ΄ 1)
22 Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ
23 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά, λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται.
24 Καὶ ἀπῆλθε μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν.
35 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε· τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον;
36 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε.
37 Καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὑτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου.
38 Καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά,
39 καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει, καὶ κατεγέλων αὐτοῦ.
40 Ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον,
41 καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε.
42 Καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. Καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ.43 Καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν.
1 Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
22 Καὶ ἔρχεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχισυναγωγοὺς, ὀνομαζόμενος Ἰάειρος,
23
καὶ μόλις τὸν εἶδε, πέφτει εἰς τὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε θερμῶς
καὶ ἔλεγε, «Τὸ μικρό μου κοριτσάκι βρίσκεται εἰς τὰ τελευταῖα του. Ἔλα
νὰ βάλῃς τὰ χέρια σου ἐπάνω της, διὰ νὰ σωθῇ καὶ νὰ ζήσῃ».
24 Καὶ ἔφυγε μαζί του καὶ πολὺς κόσμος τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ τὸν συμπίεζε.
35
Ἐνῷ αὐτὸς ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχονται ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγωγοῦ καὶ
λέγουν, «Ἡ θυγατέρα σου ἐπέθανε. Γιατὶ ἐνοχλεῖς ἀκόμη τὸν διδάσκαλον;».
36 Ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, λέγει εἰς τὸν ἀρχισυναγωγόν, «Μὴ φοβᾶσαι, μόνον πίστευε».
37 Καὶ δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ παρὰ εἰς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου.
38 Καὶ ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγωγοῦ καὶ βλέπει ταραχὴν καὶ ἀνθρώπους νὰ κλαίουν καὶ νὰ ὀδύρωνται δυνατά.
39 Ὅταν ἐμπῆκε τοὺς λέγει, «Γιατὶ ταράσσεσθε καὶ κλαῖτε; Τὸ κορίτσι δὲν ἐπέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται».
40
Καὶ τὸν εἰρωνεύοντο. Ἀλλ’ αὐτὸς ἀφοῦ τοὺς ἔδιωξε ὅλους, παίρνει μαζί
του τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί
του καὶ μπαίνει ἐκεῖ, ὅπου ἦτο ξαπλωμένο τὸ κορίτσι.
41
Καὶ ἀφοῦ ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ κοριτσιοῦ, τῆς λέγει, « Ταλιθὰ κοῦμι», τὸ
ὁποῖο μεταφρασμένο σημαίνει, «Κορίτσι, σοῦ λέγω, σήκω ἐπάνω».
42 Καὶ ἀμέσως ἐσηκώθηκε τὸ κορίτσι καὶ περπατοῦσε· ἦτο δώδεκα ἐτῶν.43 Καὶ ἔμειναν ἀμέσως ἐκστατικοί. Αὐτὸς δὲ τοὺς ἔδωκε αὐστηρὰν παραγγελίαν νὰ μὴ τὸ μάθῃ κανεὶς καὶ εἶπε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγῃ.
1 Ὅταν
ἐπέρασε τὸ Σάββατον, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ
Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα διὰ νὰ ἔλθουν νὰ τὸν ἀλείψουν.