Ἀπόστολος: ( Πράξ. η΄5- 17 )
Πραξ. 8,5 Φίλιππος δὲ
κατελθὼν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας ἐκήρυσσεν αὐτοῖς
τὸν Χριστόν.
Πραξ. 8,5 Ο δε Φιλιππος κατέβηκε εις κάποιαν πόλιν της
Σαμαρείας και εκήρυττε στους κατοίκους τον Χριστόν.
Πραξ. 8,6 προσεῖχον δὲ
οἱ ὄχλοι τοῖς λεγομένοις ὑπὸ τοῦ Φιλίππου ὁμοθυμαδὸν
ἐν τῷ ἀκούειν αὐτοὺς καὶ βλέπειν τὰ
σημεῖα ἃ ἐποίει.
Πραξ. 8,6 Επρόσεχαν δε πλήθη λαού το κήρυγμα του Φιλίππου,
όλοι μαζή με μα καρδιά ήκουαν τα όσα έλεγε, αλλά συγχρόνως έβλεπαν και τα
θαύματα, που έκανε ο Φιλιππος.
Πραξ. 8,7 πολλῶν γὰρ
τῶν ἐχόντων πνεύματα ἀκάθαρτα βοῶντα φωνῇ μεγάλῃ
ἐξήρχετο, πολλοὶ δὲ παραλελυμένοι καὶ χωλοὶ ἐθεραπεύθησαν,
Πραξ. 8,7 Διότι από πολλούς, που είχαν ακάθαρτα πνεύματα,
έφευγαν αυτά, αφού έβγαζαν μεγάλην κραυγήν· πολλοί δε παράλυτοι και χωλοί
εθεραπεύθησαν.
Πραξ. 8,8 καὶ ἐγένετο
χαρὰ μεγάλη ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ.
Πραξ. 8,8 Και έγινε μεγάλη χαρά εις την πόλιν εκείνην.
Πραξ. 8,9 Ἀνὴρ δέ τις
ὀνόματι Σίμων προϋπῆρχεν ἐν τῇ πόλει μαγεύων καὶ ἐξιστῶν
τὸ ἔθνος τῆς Σαμαρείας, λέγων εἶναί τινα ἑαυτὸν
μέγαν·
Πραξ. 8,9 Εζούσε όμως εις την πόλιν εκείνην και κάποιος
άνθρωπος, ονόματι Σιμων, ο οποίος έκανε μαγείες και εξέπληττε τον λαόν της
Σαμαρείας, λέγων δια τον εαυτόν του, ότι είναι κάποιος μεγάλος.
Πραξ. 8,10 ᾧ προσεῖχον
πάντες ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου λέγοντες· οὗτός
ἐστιν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡ μεγάλη.
Πραξ. 8,10 Επρόσεχαν δε εις αυτόν όλοι, μικροί μεγάλοι, και
έλεγαν· Αυτός είναι η μεγάλη δύναμις του Θεού.
Πραξ. 8,11 προσεῖχον δὲ
αὐτῷ διὰ τὸ ἱκανῷ χρόνῳ ταῖς
μαγείαις ἐξεστακέναι αὐτούς.
Πραξ. 8,11 Επρόσεχαν δε εις αυτόν, διότι επί πολύν χρόνον τους
είχε καταπλήξει με τας μαγείας του.
Πραξ. 8,12 ὅτε δὲ ἐπίστευσαν
τῷ Φιλίππῳ εὐαγγελιζομένῳ τὰ περὶ τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ἐβαπτίζοντο ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες.
Πραξ. 8,12 Οταν όμως επίστευσαν στον Φιλιππον, που εκήρυττε το
χαρμόσυνον μήνυμα περί της βασιλείας του Θεού και περί του προσώπου του Ιησού
Χριστού, εβαπτίζοντο και άνδρες και γυναίκες. (Οι καλοπροαίρετες ψυχές
δέχονται, όταν ακούσουν, την αλήθειαν και ελευθερώνοντο από τας πλάνας, εις τας
οποίας καλή τη πίστει είχαν παρασυρθή).
Πραξ. 8,13 ὁ δὲ Σίμων
καὶ αὐτὸς ἐπίστευσε, καὶ βαπτισθεὶς ἦν
προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ, θεωρῶν τε δυνάμεις καὶ
σημεῖα γινόμενα ἐξίστατο.
Πραξ. 8,13 Αλλά και ο ίδιος ο Σιμων επίστευσε και αφού
εβαπτίσθη, έμενε συνεχώς και με επιμονήν κοντά στον Φιλιππον. Βλέπων δε τα
υπερφυσικά θαύματα και τα σημεία, που εγίνοντο από τον Φιλιππον, εθαύμαζε και
εξεπλήσσετο, διότι αυτός δεν ημπορούσε να κάμη τα ίδια.
Πραξ. 8,14 Ἀκούσαντες δὲ
οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ
Σαμάρεια τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρὸς αὐτοὺς
τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην·
Πραξ. 8,14 Οταν δε ήκουσαν οι Απόστολοι, που ήσαν εις τα
Ιεροσόλυμα, ότι η Σαμάρεια εδέχθη τον λόγον του Θεού, έστειλαν προς τους
Σαμαρείτας τον Πετρον και τον Ιωάννην.
Πραξ. 8,15 οἵτινες καταβάντες
προσηύξαντο περὶ αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα Ἅγιον·
Πραξ. 8,15 Αυτοί δε, αφού κατέβηκαν εις την Σαμάρειαν,
προσευχήθηκαν υπέρ των Σαμαρειτών, δια να λάβουν τα χαρίσματα του Αγίου
Πνεύματος.
Πραξ. 8,16 οὔπω γὰρ ἦν
ἐπ᾿ οὐδενὶ αὐτῶν ἐπιπεπτωκός, μόνον δὲ
βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ.
Πραξ. 8,16 Διότι δεν είχεν ακόμη κατεβή εις κανένα από αυτούς το
Αγιον Πνεύμα· ήσαν δε μόνον βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού.
Πραξ. 8,17 τότε ἐπετίθουν τὰς
χεῖρας ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐλάμβανον Πνεῦμα
Ἅγιον.
Πραξ. 8,17 Τοτε έβαζαν οι Απόστολοι επάνω εις αυτούς τα χέρια
των και έπερναν εκείνοι Πνεύμα Αγιον.
Εὐαγγέλιο: ( Ίωάν. ς΄27- 33 )
Ιω. 6,27 ἐργάζεσθε μὴ
τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν
βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον
γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός.
Ιω. 6,27 Μη φροντίζετε αποκλειστικά και μόνον και μη
εργάζεσθε δια την υλικήν τροφήν, που είναι προσωρινή και χάνεται, αλλά δια την
πνευματικήν τροφήν, η οποία εξασφαλίζει την αιωνίαν ζωήν. Αυτήν δε την τροφήν
θα σας την δώση ο υιός του ανθρώπου. Διότι ο Πατήρ αυτόν μόνον με τα
καταπληκτικά θαύματα, που του έδωσε την εξουσίαν να κάνη, τον απέδιξε επισήμως
και σαν να έβαλε την σφραγίδα του, ότι αυτός είναι που δίνει την πνευματικήν
τροφήν και την αιώνιον ζωήν”.
Ιω. 6,28 εἶπον οὖν
πρὸς αὐτόν· τί ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα
τοῦ Θεοῦ;
Ιω. 6,28 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν· “τι να κάμωμεν, ώστε
να εργαζώμεθα τα έργα, που θέλει ο Θεός;”
Ιω. 6,29 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον
τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.
Ιω. 6,29 Απήντησε ο Ιησούς και τους είπε· “τούτο είνα το
έργον, που θέλε ο Θεός, να πιστεύετε εις αυτόν που εκείνος έχει στείλει”.
Ιω. 6,30 εἶπον οὖν
αὐτῷ· τί οὖν ποιεῖς σὺ σημεῖον ἵνα
ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμέν σοι; τί ἐργάζῃ;
Ιω. 6,30 Είπαν τότε εις αυτόν· “ποίον όμως αποδεικτικόν
θαύμα κάμνεις συ, δια να ίδωμεν και πιστεύσωμεν εις την αποστολήν σου; Ποίον
υπερφυσικόν έργον εργάζεσαι;
Ιω. 6,31 οἱ πατέρες ἡμῶν
τὸ μάννα ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι
γεγραμμένον· ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἔδωκεν
αὐτοῖς φαγεῖν.
Ιω. 6,31 Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα εις την έρημον,
όπως άλωστε έχει γραφή και στους ψαλμούς· Αρτον από τον ουρανόν έδωκεν εις
αυτούς να φάγουν”.
Ιω. 6,32 εἶπεν οὖν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν
ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ᾿ ὁ
πατήρ μου δίδωσιν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
τὸν ἀληθινόν.
Ιω. 6,32 Είπε, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς· “σας
διαβεβαιώνω, ότι ο Μωϋσής δεν σας έδωσε τον αληθινόν και αιώνιον άρτον εκ του
ουρανού, αλλά υλικόν, προεικόνισμα και τύπον του πνευματικού άρτου. Ο Πατήρ μου
όμως, ο οποίος και τότε δια του Μωϋσέως, σας έδωσε τον υλικόν εκείνον άρτον,
σας δίδει τώρα και τον αληθινόν πνευματικόν άρτον από τον ουρανόν.
Ιω. 6,33 ὁ γὰρ ἄρτος
τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ.
Ιω. 6,33 Διότι ο αληθινός άρτος του Θεού είναι αυτός, που
κατεβαίνει από τον ουρανόν και δίδει ζωήν ατελεύτητον και αιωνίαν εις όλον τον
κόσμον”.