Ἀπόστολος: (Α΄Κορ. δ΄9- 16 )
Α Κορ. 4,9 δοκῶ γάρ ὅτι
ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν,
ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ,
καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
Α Κορ. 4,9 Αλλ' ημείς οι Απόστολοι κάθε άλλο παρά βασιλείαν και
δόξαν έχομεν κερδήσει στον κόσμον αυτόν. Διότι νομίζω, ότι ο Θεός ημάς τους
Αποστόλους μας έχει δείξει εις τα μάτια όλων των ανθρώπων σαν τους πιο
τελευταίους, σαν καταδικασμένους εις θάνατον, που βαδίζουν στον τόπον της
εκτελέσεως. Διότι εγίναμεν παράδοξον θέαμα εις όλον τον κόσμον, στους αγγέλους
που θαυμάζουν, και στους ανθρώπους που χλευάζουν.
Α Κορ. 4,10 ἡμεῖς μωροὶ
διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ·
ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί·
ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι.
Α Κορ. 4,10 Ημείς οι Απόστολοι θεωρούμεθα από τους ανθρώπους του κόσμου
μωροί και ανόητοι δια το όνομα του Χριστού. Σεις όμως είσθε φρόνιμοι και
συνετοί εν Χριστώ! Ημείς είμεθα ασθενείς και αδύνατοι. Σεις όμως είσθε ισχυροί
και ακατανίκητοι! Σεις είσθε ένδοξοι, ημείς δε περιφρονημένοι και
εξουθενωμένοι.
Α Κορ. 4,11 ἄχρι τῆς ἄρτι
ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ
γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν
Α Κορ. 4,11 Από την ημέραν που ελάβαμεν το αποστολικόν αξίωμα και
μέχρις αυτής της ώρας, ζώμεν ανάμεσα στο πλήθος από ταλαιπωρίας και
περιπετείας. Και πεινώμεν και διψώμε· και δεν έχομεν ρούχα δια να προφυλαχθώμεν
από τας κακοκαιρίας και δεχόμεθα ραπίσματα και γρονθοκοπήματα, και συνεχώς
μετακινούμεθα από τόπου εις τόπον, χωρίς να έχωμεν πουθενά σταθεράν παραμονήν.
Α Κορ. 4,12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι
ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν,
διωκόμενοι ἀνεχόμεθα,
Α Κορ. 4,12 Και κοπιάζομεν εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια.
Οταν οι άπιστοι μας εμπαίζουν και μας υβρίζουν ημείς τους ευλογούμεν και
ευχόμεθα αγαθά δι' αυτούς. Οταν μας καταδιώκουν, δεικνύομεν μακροθυμίαν και
υπομονήν απέναντί των.
Α Κορ. 4,13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν·
ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως
ἄρτι.
Α Κορ. 4,13 Οταν μας δυσφημούν και μας διαβάλλουν, ημείς
προσπαθούμεν με λόγια καλωσύνης και αγάπης να τους καταπραΰνωμεν και τους
ημερώσωμεν. Σαν τα πλέον ρυπαρά πράγματα του κόσμου έχομεν γίνει, σαν
αποσπογγίσματα για πέταμα θεωρούμεθα εις τα μάτια όλων έως την στιγμήν αυτήν.
Α Κορ. 4,14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς
γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ
νουθετῶ.
Α Κορ. 4,14 Με αυτά που σας γράφω δεν θέλω να σας πικράνω και
εντροπιάσω, αλλά σαν παιδιά μου αγαπητά σας συμβουλεύω.
Α Κορ. 4,15 ἐὰν γὰρ
μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ
πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ
διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα.
Α Κορ. 4,15 Διότι έστω και αν έχετε παρά πολλούς παιδαγωγούς και
διδασκάλους κατά Χριστόν, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρας. Ενας είναι ο πατέρας
σας, εγώ. Διότι εγώ, με τον φωτισμόν και την δύναμιν του Χριστού, σας έχω
γεννήσει πνευματικώς εις την νέαν ζωήν δια μέσου του Ευαγγελίου.
Α Κορ. 4,16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς,
μιμηταί μου γίνεσθε.
Α Κορ. 4,16 Σας παρακαλώ, λοιπόν, σαν παιδιά μου αγαπημένα, να
γίνεσθε μιμηταί μου.
Εὐαγγέλιο: ( Ίωάν. κ΄19- 31 )
Ιω. 20,19 Οὔσης οὖν ὀψίας
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν
σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ
μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν
ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ
λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν.
Ιω. 20,19 Κατά την ημέραν εκείνην, την πρώτην της εβδομάδος,
ενώ πλέον είχε βραδυάσει και αι θύραι του σπιτιού, όπου ευρίσκοντο
συγκεντωμένοι οι μαθηταί, ήσαν κλεισμέναι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν
έξαφνα ο Ιησούς, εστάθη στο μέσον και τους λέγει· “ειρήνη ας είναι εις σας”.
Ιω. 20,20 καὶ τοῦτο
εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ
τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ
μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον.
Ιω. 20,20 Και αφού είπε τούτο, έδειξεν εις αυτούς τα χέρια
και την πλευράν του, δια να ίδουν τα σημάδια των πληγών και πιστεύσουν ότι
αυτός είναι ο διδάσκαλός των. Και τότε οι μαθηταί, όταν είδαν τον Κυριον
αναστημένον, εχάρησαν.
Ιω. 20,21 εἶπεν οὖν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν.
καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς.
Ιω. 20,21 Είπε, λοιπόν, τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “ειρήνη εις
σας. Οπως έστειλεν εμέ ο Πατήρ, δια να τελειώσω το έργον της σωτηρίας των
ανθρώπων, έτσι και εγώ στέλνω σας, να μεταφέρετε στους ανθρώπους την σωτηρίαν”.
Ιω. 20,22 καὶ τοῦτο
εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς·
λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον·
Ιω. 20,22 Και αφού είπε τούτο, εφύσησε εις τα πρόσωπα των την
ζωογόνον πνοήν της νέας ζωής και τους είπε· “λάβετε Πνεύμα Αγιον.
Ιω. 20,23 ἄν τινων ἀφῆτε
τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων
κρατῆτε, κεκράτηνται.
Ιω. 20,23 Εις όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι
συγχωρημένες και από τον Θεόν. Εις όποιους όμως τις κρατείτε άλυτες και
ασυγχώρητες, θα μείνουν αιωνίως ασυγχώρητες”.
Ιω. 20,24 Θωμᾶς δὲ εἷς
ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿
αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς.
Ιω. 20,24 Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα, ο οποίος
ελέγετο εις την ελληνικήν Διδυμος, δεν ήτο μαζή τους, όταν ήλθε ο Ιησούς.
Ιω. 20,25 ἔλεγον οὖν
αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν
Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ
ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν
ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν
ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν
αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω.
Ιω. 20,25 Ελεγαν, λοιπόν, εις αυτόν οι άλλοι μαθηταί· “είδαμε
τον Κυριον”. Εκείνος όμως τους είπε· “εάν δεν ίδω εις τα χέρια του το σημάδι
των καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και αν δεν βάλω
το χέρι μου εις την πλευράν, που την ετρύπησε η λόγχη, δεν θα πιστεύσω”.
Ιω. 20,26 Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας
ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς
τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ
μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν.
Ιω. 20,26 Και έπειτα από οκτώ ημέρας ήσαν πάλιν οι μαθηταί
μέσα στο σπίτι και ο Θωμάς μαζή με αυτούς. Ερχεται, λοιπόν, ο Ιησούς έξαφνα,
ενώ οι πόρτες ήσαν κλεισμένες, εστάθηκε στο μέσον και είπε· “ειρήνη υμίν”.
Ιω. 20,27 εἶτα λέγει τῷ
Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς
χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς
τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ
πιστός.
Ιω. 20,27 Επειτα λέγει στον Θωμάν· “φέρε το δάκτυλό σου εδώ,
ιδέ και με τα μάτια σου τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις την
πλευράν μου, ψηλάφησε και ιδέ τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, και μη
γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός”.
Ιω. 20,28 καὶ ἀπεκρίθη
Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ
ὁ Θεός μου.
Ιω. 20,28 Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν· “Πιστεύω,
Κυριε, ότι συ είσαι ο Κυριος μου και ο Θεός μου”.
Ιω. 20,29 λέγει αὐτῷ
ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας·
μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες.
Ιω. 20,29 Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “επίστευσες, διότι με
είδες· μακάριοι θα είναι απ' εδώ και πέρα στους αιώνας των αιώνων, εκείνοι οι
οποίοι καίτοι δεν με είδαν, επίστευσαν”.
Ιω. 20,30 Πολλὰ μὲν
οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς
ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι
γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ·
Ιω. 20,30 Εκτός από το θαύμα αυτό της αναστάσεως και από όσα
άλλα θαύματα είχε κάμει προηγουμένως ο Ιησούς, έκαμε και πολλά άλλα, εμπρός
στους μαθητάς του, τα οποία απεδείκνυαν την θεότητά του και το έργον του, και
τα οποία δεν είναι γραμμένα στο ιερόν τούτο βιβλίον.
Ιω. 20,31 ταῦτα δὲ
γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ
Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα
πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Ιω. 20,31 Αυτά δε, που εξιστορήσαμεν, εγράφησαν, δια να
πιστεύσετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες
αυτόν με φωτισμένην και ενεργόν πίστιν, έχετε, ως παντοτεινόν κτήμα σας, εν τω
ονόματι αυτού, την αιωνίαν ζωήν”.