Επειδή από καιρό ήσουν πολύ απασχολημένος με τη σωτηρία σου και η
φροντίδα σου ήταν πολλή για τη ζωή τη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού,
ήρθες σε μένα και μου έλεγες τα δικά σου, με ποιους κόπους και πόθο
φλογερό είχες σκοπό να προσκολληθείς στον Κύριο, με ζωή αυστηρή, με
εγκράτεια και κάθε κακοπάθεια, αγωνιζόμενος με αγρυπνία πολλή και
επίμονη και συνεχή προσευχή.
Και ποιοι πόλεμοι, μου έλεγες, και σμήνη από σαρκικά πάθη
ανασυντάσσονται μέσα στην ανθρώπινη φύση και ξεσηκώνονται κατά της ψυχής
από το νόμο της αμαρτίας(117) που εναντιώνεται και μάχεται στο νόμο του
νου μας. Περισσότερο απ’ όλα θρηνούσες γιατί σ’ ενοχλούσε το πάθος της
οργής και της επιθυμίας και ζητούσες από μένα κάποια μέθοδο και
συμβουλή, με ποιους αγώνες και κόπους θα μπορούσες να κατανικήσεις τα
καταστρεπτικά αυτά πάθη.