Ἀπόστολος: ( Πράξ. κγ΄1- 11 )
Πραξ. 23,1 Ἀτενίσας δὲ ὁ
Παῦλος τῷ συνεδρίῳ εἶπεν· ἄνδρες ἀδελφοί,
ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ
Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας.
Πραξ. 23,1 Ο δε Παύλος, αφού προσήλωσε το βλέμμα στο συνέδριον,
είπε· “άνδρες αδελφοί, εγώ έχω πολιτευθή απένεντι του Θεού με καθαράν
συνείδησιν έως την ημέραν αυτήν”.
Πραξ. 23,2 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς
Ἀνανίας ἐπέταξε τοῖς παρεστῶσιν αὐτῷ
τύπτειν αὐτοῦ τὸ στόμα.
Πραξ. 23,2 Αλλ' ο αρχιερεύς Ανανίας διέταξε τους υπηρέτας, που
εστέκοντο κοντά στον Παύλον, να του κτυπήσουν το στόμα.
Πραξ. 23,3 τότε ὁ Παῦλος
πρὸς αὐτὸν εἶπε· τύπτειν σε μέλλει ὁ Θεός,
τοῖχε κεκονιαμένε· καὶ σὺ κάθῃ κρίνων με κατὰ
τὸν νόμον, καὶ παρανομῶν κελεύεις με τύπτεσθαι!
Πραξ. 23,3 Τοτε ο Παύλος είπε· “θα σε κτυπήση και σε ο Θεός,
τοίχε ασβεστωμένε· και συ κάθεσαι να με κρίνης σύμφωνα με τον νόμον και αυτόν
τον νόμον (ο οποίος δίδει το δικαίωμα στον κατηγορούμενον ν' απολογήται
ελεύθερα και δεν επιτρέπει να τον κτυπούν) τον καταπατείς, με το να διατάσσης
να με κτυπήσουν”.
Πραξ. 23,4 οἱ δὲ παρεστῶτες
εἶπον· τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς;
Πραξ. 23,4 Αυτοί δε, που εστέκοντο κοντά στον Παύλον, είπαν· “τον
αρχιερέα του Θεού υβρίζεις;”
Πραξ. 23,5 ἔφη τε ὁ Παῦλος·
οὐκ ᾔδειν, ἀδελφοί, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς·
γέγραπται γάρ· ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς
κακῶς.
Πραξ. 23,5 Και ο Παύλος είπε· “δεν εγνώριζα, αδελφοί, ότι είναι
αρχιερεύς· διότι έχει γραφή· Δεν θα είπης λόγια κακά και υβριστικά εναντίον
άρχοντος του λαού σου”.
Πραξ. 23,6 γνοὺς δὲ ὁ
Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος ἐστὶ Σαδδουκαίων, τὸ
δὲ ἕτερον Φαρισαίων, ἔκραξεν ἐν τῷ συνεδρίῳ·
ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ Φαρισαῖός εἰμι, υἱὸς
Φαρισαίου· περὶ ἐλπίδος καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν
ἐγὼ κρίνομαι.
Πραξ. 23,6 Επειδή δε ο Παύλος αντελήφθη ότι ένα μέρος του
συνεδρίου ήσαν Σαδδουκαίοι, το δε άλλο Φαρισαίοι, εφώναξε δυνατά· “άνδρες
αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, υιός Φαρισαίου και αυτήν την στιγμήν εγώ
δικάζομαι, επειδή πιστεύω και ελπίζω εις την ανάστασιν των νεκρών”.
Πραξ. 23,7 τοῦτο δὲ αὐτοῦ
λαλήσαντος ἐγένετο στάσις τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν
Σαδδουκαίων, καὶ ἐσχίσθη τὸ πλῆθος.
Πραξ. 23,7 Οταν δε είπε αυτό ο Παύλος, έγινε ζωηρά φιλονεικία
μεταξύ των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων και εδιχάσθησαν μεταξύ των οι
σύνεδροι.
Πραξ. 23,8 Σαδδουκαῖοι μὲν
γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε
πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα.
Πραξ. 23,8 Διότι οι μεν Σαδδουκαίοι λέγουν ότι δεν υπάρχει
ανάστασις ούτε άγγελος ούτε ψυχή έξω από το σώμα. Οι δε Φαρισαίοι ομολογούν και
τα δύο, και την ανάστασιν των νεκρών και την ύπαρξιν αγγέλων και ψυχών.
Πραξ. 23,9 ἐγένετο δὲ
κραυγὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάντες οἱ γραμματεῖς τοῦ
μέρους τῶν Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες· οὐδὲν κακὸν
εὑρίσκομεν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ· εἰ
δὲ πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος, μὴ
θεομαχῶμεν.
Πραξ. 23,9 Εγινε δε μεγάλη κραυγή και αφού εσηκώθηκαν οι
γραμματείς της παρατάξεως των Φαρισαίων, ελογομαχούσαν με θυμόν και έλεγαν·
“τίποτε το κακόν δεν ευρίσκομεν στον άνθρωπον αυτόν· εάν δε πνεύμα η άγγελος
ωμίλησε και έκαμε αποκαλύψεις εις αυτόν, ας μη μαχώμεθα εναντίον του Θεού”.
Πραξ. 23,10 πολλῆς δὲ γενομένης
στάσεως εὐλαβηθεὶς ὁ χιλίαρχος μὴ διασπασθῇ ὁ
Παῦλος ὑπ᾿ αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ
στράτευμα καταβῆναι καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν ἐκ
μέσου αὐτῶν ἄγειν τε εἰς τὴν παρεμβολήν.
Πραξ. 23,10 Επειδή δε έγινε έντονος αντίθεσις και μεγάλη φιλονεικία,
εφοβήθηκε ο χιλίαρχος, μήπως και ξεσχισθή από αυτούς ο Παύλος, διέταξε να
κατεβούν οι στρατιώται και να αρπάξουν τον Παύλον εκ μέσου των συνέδρων και να
τον οδηγήσουν στο στρατόπεδον.
Πραξ. 23,11 Τῇ δὲ ἐπιούσῃ
νυκτὶ ἐπιστὰς αὐτῷ ὁ Κύριος εἶπε·
θάρσει, Παῦλε· ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ
εἰς Ἱερουσαλήμ, οὕτω σε δεῖ καὶ εἰς Ῥώμην
μαρτυρῆσαι.
Πραξ. 23,11 Κατά δε την επομένην νύκτα παρουσιάσθηκε έξαφνα στον
Παύλον ο Κυριος και είπε· “έχε θάρρος, Παύλε· διότι, όπως με παρρησίαν
εμαρτύρησες και εκήρυξες την αλήθειαν περί εμού εις την Ιερουσαλήμ, έτσι
σύμφωνα με το θείον σχέδιον θα κηρύξης και εις την Ρωμην”.
Εὐαγγέλιο: ( Ἰωάν. ις΄15- 23 )
Ιω. 16,15 πάντα ὅσα ἔχει
ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον
ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ
ὑμῖν.
Ιω. 16,15 Ολα δε όσα έχει ο Πατήρ είναι ιδικά μου, δια τούτο
και σας είπα ότι ο Παράκλητος θα λάβη από τους ιδικούς μου θησαυρούς της
σοφίας, οι οποίοι είναι και του Πατρός και θα αναγγείλη αυτά εις σας.
Ιω. 16,16 μικρὸν καὶ
οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ
με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα.
Ιω. 16,16 Ακόμη ολίγον χρόνον και δε θα με βλέπετε πλέον με
τα μάτια του σώματος· αλλά και πάλιν έπειτα από μικρόν χρόνον θα με ίδετε,
αμέσως δηλαδή μετά την ανάστασίν μου, και θα με ίδετε επί πλέον με τα μάτια της
ψυχής σας, διότι εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα, τον οποίον και θα παρακαλέσω να
σας στείλη το Πνεύμα το Αγιον”.
Ιω. 16,17 Εἶπον οὖν ἐκ
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· τί ἐστι
τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ
θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καὶ
ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα;
Ιω. 16,17 Είπαν τότε μερικοί από τους μαθητάς του μεταξύ
των· τι σημαίνει αυτό που μας λέγει, ολίγον χρόνον και δεν θα με βλέπετε, και
πάλιν έπειτα από ολίγο θα με ίδετε και ότι εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα;”
Ιω. 16,18 ἔλεγον οὖν·
τοῦτο τί ἐστιν ὃ λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμεν
τί λαλεῖ.
Ιω. 16,18 Ελεγαν λοιπόν· “τι σημαίνει αυτό το, μικρόν, που
λέγει; Δεν εννοούμεν τι λέγει”.
Ιω. 16,19 ἔγνω οὖν ὁ
Ἰησοῦς ὅτι ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν,
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· περὶ τούτου ζητεῖτε
μετ᾿ ἀλλήλων ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ
θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με;
Ιω. 16,19 Ο Ιησούς με την θείαν αυτού γνώσιν αντελήφθη ότι
ήθελαν οι μαθηταί να τον ερωτήσουν και τους είπε· “συζητείτε μεταξύ σας περί
αυτού που σας είπα, ότι δηλαδή ολίγον χρόνον και δεν θα με βλέπετε με τα μάτια
του σώματος, και πάλιν ολίγον χρόνον και θα με ίδετε;
Ιω. 16,20 ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς,
ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε,
ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν
γενήσεται·
Ιω. 16,20 Σας πληροφορώ και σας διαβεβαιώνω, ότι σεις θα
κλάψετε και θα θρηνήσετε δια τον σταυρικόν μου θάνατον, ο δε αμαρτωλός και
αμετανόητος κόσμος θα χαρή. Σεις θα ληπηθήτε βέβαια, αλλά πολύ σύντομα η λύπη
σας θα γίνη χαρά.
Ιω. 16,21 ἡ γυνὴ ὅταν
τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς·
ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς
θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος
εἰς τὸν κόσμον.
Ιω. 16,21 Η γυναίκα όταν γεννά, έχει πόνους και λύπην, διότι
ήλθε η ώρα της. Οταν όμως γεννήση το παιδί, τότε δεν ενθυμείται πλέον την
θλίψιν και τους πόνους, ένεκα της χαράς που δοκιμάζει, διότι εγεννήθη άνθρωπος
στον κόσμον.
Ιω. 16,22 καὶ ὑμεῖς
οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι
ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ
τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿
ὑμῶν.
Ιω. 16,22 Και σεις, λοιπόν, τώρα μεν έχετε λύπην, πάλιν όμως
θα σας ίδω μετά την ανάστασίν μου και θα γεμίση η καρδιά σας από χαράν, και την
χαράν σας αυτήν κανείς δεν ημπορεί να σας την αφαιρέση.
Ιω. 16,23 καὶ ἐν ἐκείνῃ
τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν·
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἂν
αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν.
Ιω. 16,23 Κατά την ημέραν εκείνην που θα κατέλθη εις σας το
Πνεύμα το Αγιον, δεν θα με ερωτήσετε τίποτε, διότι θα σας έχη φωτίσει Εκείνο.
Αληθώς σας λέγω, ότι όσα ζητήσετε από τον Πατέρα μου εν τω ονόματί μου, θα σας
τα δώση.