Ἀπόστολος: ( Πράξ. ιβ΄12- 17 )
Πραξ. 12,12 συνιδών τε ἦλθεν ἐπὶ
τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου
Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ
προσευχόμενοι.
Πραξ. 12,12 Και αφού είδε πλέον καλά που ευρίσκετο, ήλθε στο σπίτι
της Μαρίας της Μητρός του Ιωάννου, ο οποίος ελέγετο και Μάρκος, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι
αρκετοί και προσηύχοντο.
Πραξ. 12,13 κρούσαντος δὲ αὐτοῦ
τὴν θύραν τοῦ πυλῶνος προσῆλθε παιδίσκη ὑπακοῦσαι
ὀνόματι Ῥόδη,
Πραξ. 12,13 Οταν δε εκτύπησε την αυλόπορταν, ήλθε μία νεαρά
υπηρέτρια, ονόματι Ροδη, να ερωτήση και να ακούση, ποιός ήτο.
Πραξ. 12,14 καὶ ἐπιγνοῦσα
τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ
ἤνοιξε τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀπήγγειλεν
ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος.
Πραξ. 12,14 Και επειδή εγνώρισε καλά την φωνήν του Πετρου, από την
χαράν της δεν άνοιξε την εξώπορτα, αλλά έτρεξε μέσα και τους επληροφόρησε ότι ο
Πετρος στέκεται εμπρός εις την εξώπορτα.
Πραξ. 12,15 οἱ δὲ πρὸς
αὐτὴν εἶπον· μαίνῃ. ἡ δὲ διισχυρίζετο
οὕτως ἔχειν. οἱ δὲ ἔλεγον· ὁ ἄγγελος
αὐτοῦ ἐστιν.
Πραξ. 12,15 Εκείνοι δε της είπαν· “έχεις παρακρούσεις, δεν είσαι
στα καλά σου”. Εκείνη όμως επέμενε και τους διεβεβαίωνε ότι όπως είπε, έτσι
είναι. Εκείνοι δε στο τέλος είπεν ότι όχι ο Πετρος, αλλά ο άγγελος του είναι.
Πραξ. 12,16 ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε
κρούων. ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν.
Πραξ. 12,16 Ο Πετρος όμως επέμενε να κτυπά την θύραν. Και όταν επί
τέλους ήνοιξαν, τον είδαν και έμειναν έκπληκτοι.
Πραξ. 12,17 κατασείσας δὲ αὐτοῖς
τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ
Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, εἶπε
δέ· ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς
ταῦτα. καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον
τόπον.
Πραξ. 12,17 Αυτός δε, αφού με το χέρι του τους έκανε νόημα να
σιωπήσουν, τους διηγήθηκε πως ο Κυριος τον έβγαλε από την φυλακήν και είπε·
“αναφέρατε στον Ιάκωβον και στους αδελφούς αυτά”. Και αφού εβγήκε από το σπίτι,
έφυγε από την πόλιν και επήγε εις άλλο μέρος.
Εὐαγγέλιο: ( Ἰωάν. η΄42- 52 )
Ιω. 8,42 εἶπεν οὖν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ ὁ Θεὸς
πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ·
ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ
ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα,
ἀλλ᾿ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε.
Ιω. 8,42 Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς· “εάν πράγματι ο
Θεός ήτο πατήρ σας, θα αγαπούσατε εμέ· διότι εγώ έχω προέλθει από τον Θεόν και
έχω έλθει εις σας με την ενανθρώπησίν μου. Διότι και στον κόσμον δεν ήλθα από
τον ευατόν μου, αλλά με έστειλεν Εκείνος.
Ιω. 8,43 διατί τὴν λαλιὰν
τὴν ἐμὴν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν
τὸν λόγον τὸν ἐμόν.
Ιω. 8,43 Διατί δε δεν κατανοείτε και δεν δέχεσθε την
διδασκαλίαν μου; Διότι, σας το λέγω εγώ, δεν ημπορείτε λόγω της αμαρτωλότητός
σας να ακούετε με ηρεμίαν και με ευλάβειαν τα λόγια μου.
Ιω. 8,44 ὑμεῖς ἐκ
τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας
τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν. ἐκεῖνος
ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ ἐν
τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν
ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος,
ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ
καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ.
Ιω. 8,44 Σεις έχετε πατέρα τον διάβολον, από τον οποίον
και κατάγεσθε και θέλετε να εκτελήτε τας πονηράς επιθυμίας του πατρός σας.
Εκείνος από την αρχήν της δημιουργίας του ανθρώπου ήτο ανθρωποκτόνος και ποτέ
δεν έχει σταθή ούτε και στέκεται εις την αλήθειαν, διότι δεν υπάρχει μέσα του,
ούτε αλήθεια ούτε επιθυμία δια την αλήθειαν. Οταν λέγη το ψεύδος, το ανασύρει
και το λέγει από τον ευατόν του, διότι είναι ψεύτης, και ο πατήρ και ο
εφευρέτης του ψεύδους.
Ιω. 8,45 ἐγὼ δὲ
ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι.
Ιω. 8,45 Εγώ όμως λέγω πάντοτε την αλήθειαν, και εν
τούτοις σεις δεν με πιστεύετε, διότι ακριβώς σεις είσθε τέκνα του ψεύτου
διαβόλου.
Ιω. 8,46 τίς ἐξ ὑμῶν
ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν
λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι;
Ιω. 8,46 Ποίος από σας είναι δυνατόν να με ελέγξη έστω και
δια την παραμικροτέραν αμαρτίαν; Εάν δε εγώ, καθό αναμάρτητος, λέγω πάντοτε την
αλήθειαν, διατί σεις δεν με πιστεύετε;
Ιω. 8,47 ὁ ὢν ἐκ
τοῦ Θεοῦ τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει·
διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ
τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ.
Ιω. 8,47 Εκείνος που κατάγεται από τον Θεόν, ακούει με
προσοχήν και ευλάβειαν τα λόγια του Θεού· δια τούτο σεις δεν δίδετε σημασίαν
στους λόγους του Θεού, διότι δεν είσθε από τον Θεόν”.
Ιω. 8,48 ἀπεκρίθησαν οὖν
οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· οὐ
καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ
δαιμόνιον ἔχεις;
Ιω. 8,48 Ωργισμένοι, διότι εθεώρησαν αυτά ύβριν εναντίον
των οι Ιουδαίοι, απήντησαν και του είπαν· “καλά δεν λέγομεν ημείς, ότι είσαι
Σαμαρείτης, δηλαδή εχθρός των Ιουδαίων, και ότι έχεις δαιμόνιον, που σε κινεί
να λέγης αυτάς τας ύβρεις εναντίον μας;”
Ιω. 8,49 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς·
ἐγὼ δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ τὸν
πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ με.
Ιω. 8,49 “Εγώ δεν έχω δαιμόνιον, αλλά με όσα λέγω και
πράττω, τιμώ τον Πατέρα μου και σεις αντί να δεχθήτε όσα δια τον Πατέρα λέγω,
με εξευτελίζετε και με υβρίζετε,
Ιω. 8,50 ἐγὼ δὲ
οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου· ἔστιν ὁ ζητῶν
καὶ κρίνων.
Ιω. 8,50 Δεν δίδω όμως σημασίαν εις τας ύβρεις σας, διότι
εγώ δεν ζητώ να δοξασθώ εκ μέρους των ανθρώπων. Υπάρχει ο Πατήρ, ο οποίος θέλει
και ζητεί να με δοξάση και ο οποίος θα κρίνη ανάμεσα εις εμέ και εις σας.
Ιω. 8,51 ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν
τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
Ιω. 8,51 Σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος εφαρμόσει τα λόγια
μου εις την ζωήν του, δεν θα αντικρύση ποτέ τον αιώνιον πνευματικόν
θάνατον-δηλαδή τον χωρισμόν του από τον Θεόν-την αιωνίαν κόλασιν”.
Ιω. 8,52 εἶπον οὖν
αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι
δαιμόνιον ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται,
καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ
μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα;
Ιω. 8,52 Είπαν τότε εις αυτόν οι Ιουδαίοι· “τώρα πλέον
εκαταλάβαμε καλά, ότι έχεις δαιμόνιον. Ο Αβραάμ επέθανε και οι προφήται
επέθαναν και συ λέγεις· Οποιος τηρήσει τον λόγον μου δεν θα παθάνη ποτέ;