Ἀπόστολος: ( Πράξ. ε΄1- 11 )
Πραξ. 5,1 Ἀνὴρ δέ τις
Ἀνανίας ὀνόματι σὺν Σαπφείρῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ
ἐπώλησε κτῆμα
Πραξ. 5,1 Ενας άνθρωπος, Ανανίας ονόματι, μαζή με την γυναίκα
του την Σαπφείραν επώλησε το κτήμα του
Πραξ. 5,2 καὶ ἐνοσφίσατο
ἀπὸ τῆς τιμῆς, συνειδυίας καὶ τῆς γυναικὸς
αὐτοῦ, καὶ ἐνέγκας μέρος τι παρὰ τοὺς πόδας
τῶν ἀποστόλων ἔθηκεν.
Πραξ. 5,2 και εξεχώρισε και εκράτησε δια τον εαυτόν του ένα
μέρος από τα εισπραχθέντα χρήματα, με γνώσιν και συγκατάθεσιν της γυναικός του,
εν αγνοία των Αποστόλων. Και αφού έφερε το υπόλοιπον μέρος των χρημάτων, το
έθεσε στους πόδας των Αποστόλων.
Πραξ. 5,3 εἶπε δὲ
Πέτρος· Ἀνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν
καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ
νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου;
Πραξ. 5,3 Είπε δε ο Πετρος· “Ανανία, διατί αφήκες τον σατανάν
να γεμίση με πονηρίαν την καρδίαν σου, ώστε να πης ψέματα και να θελήσης να
απατήσης το Πνεύμα το Αγιον και να κρατήσης δολίως δια τον εαυτόν σου ένα μέρος
από το αντίτιμον του χωραφιού;
Πραξ. 5,4 οὐχὶ μένον
σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ
ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου
τὸ πρᾶγμα τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ
τῷ Θεῷ.
Πραξ. 5,4 Πριν πωληθή το χωράφι δεν έμενε ιδικόν σου και αφού
επωλήθη, δεν ήτο το αντίτιμόν του εις την εξουσίαν σου να το κρατήσης η να το
δώσης; Διατί έβαλες εις την καρδίαν σου αυτήν την πονηράν πράξιν, να εξαπατήσης
την Εκκλησίαν και να φανής, ότι από χριστιανικήν τάχα αγάπην προσφέρεις τα
πάντα στους πιστούς; Δεν είπες ψέματα εις ανθρώπους, αλλά στο Αγιον Πνεύμα,
στον Θεόν”.
Πραξ. 5,5 ἀκούων δὲ ὁ
Ἀνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο
φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.
Πραξ. 5,5 Ενώ δε ήκουε τους λόγους αυτούς ο Ανανίας και
σχεδόν πριν τελειώση ο Πετρος, έπεσε καταγής και εξεψύχησε. Και έπεσε μεγάλος
φόβος εις όλους εκείνους που ήκουαν αυτά.
Πραξ. 5,6 ἀναστάντες δὲ
οἱ νεώτεροι συνέστειλαν αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν.
Πραξ. 5,6 Οι νεώτεροι δε εσηκώθησαν αμέσως, περιετύλιξαν το
νεκρό σώμα του Ανανίου με νεκρικά σάβανα, το μετέφεραν έξω από την πόλιν και το
έθαψαν.
Πραξ. 5,7 Ἐγένετο δὲ ὡς
ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ,
μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονός, εἰσῆλθεν.
Πραξ. 5,7 Υστερον δε από διάστημα τριών περίπου ωρών η
σύζυγος του Ανανίου, η οποία δεν είχε ακόμη πληροφορηθή το γεγονός αυτό, ήλθεν
στον τόπον της συγκεντρώσεως των πιστών.
Πραξ. 5,8 ἀπεκρίθη δὲ
αὐτῇ ὁ Πέτρος· εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ
χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· ναί, τοσούτου.
Πραξ. 5,8 Την ηρώτησε δε ο Πετρος· πες μου, πράγματι αντί
τόσου ποσού επωλήσατε το χωράφι;” Εκείνη δε είπε· “ναι, αντί τόσου”.
Πραξ. 5,9 ὁ δὲ Πέτρος
εἶπε πρὸς αὐτήν· τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν
πειράσαι τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱ πόδες τῶν
θαψάντων τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ
ἐξοίσουσί σε.
Πραξ. 5,9 Ο δε Πετρος της είπε τότε· “διατί εσυμφωνήσατε συ
και ο σύζυγός σου να πειράξετε με την ψευδολογίαν και απάτην το Πνεύμα του
Κυρίου; Ιδού, τα πόδια εκείνων, που έθαψαν τον άνδρα σου είναι τώρα εις την
θύραν και θα μεταφέρουν και σε έξω από την πόλιν, δια να σε θάψουν”.
Πραξ. 5,10 ἔπεσε δὲ
παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν·
εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν
νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα
αὐτῆς.
Πραξ. 5,10 Επεσε δε και αυτή αμέσως κοντά εις τα πόδια του
Πετρου και εξεψύχησε. Οταν δε εισήλθαν οι νέοι, ευρήκαν και αυτήν νεκράν. Και
αφού την έβγαλαν έξω από την πόλιν, την έθαψαν κοντά στον σύζυγόν της.
Πραξ. 5,11 καὶ ἐγένετο
φόβος μέγας ἐφ᾿ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ
πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.
Πραξ. 5,11 Και έπεσε μεγάλος φόβος εις όλην την Εκκλησίαν και
εις όλους όσοι επληροφορούντο τα φοβερά αυτά γεγονότα.
Εὐαγγέλιο: ( Ἰωάν. ε΄30- ς΄2 )
Ιω. 5,30 οὐ δύναμαι ἐγὼ
ποιεῖν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐδέν. καθὼς ἀκούω
κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν·
ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ
τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός.
Ιω. 5,30 Εγώ θα είμαι ο κριτής των, αλλά εγώ δεν ημπορώ
να πράττω τίποτε από τον εαυτόν μου, το οποίον να μη το θέλη ο Πατήρ. Απόλυτος
αρμονία υπάρχει μεταξύ εμού και του Πατρός. Δι' αυτό, καθώς ακούω από τον
Πατέρα, κρίνω, και η κρίσις μου είναι πάντοτε δικαία. Διότι εγώ δεν ζητώ να
κάμνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον κόσμον.
Ιω. 5,31 Ἐὰν ἐγὼ
μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν
ἀληθής.
Ιω. 5,31 Εάν δε εγώ μόνος μου δίδω δια τον ευατόν μου
μίαν τέτοιαν μαρτυρία, θα πήτε ίσως ότι η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή και
αξιόπιστος.
Ιω. 5,32 ἄλλος ἐστὶν
ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμοῦ, καὶ οἶδα ὅτι
ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ.
Ιω. 5,32 Ομως άλλος είναι εκείνος που μαρτυρεί δι' εμέ, ο
Πατήρ μου ο επουράνιος, και γνωρίζω άριστα και κάλλιστα ότι είναι απολύτως
αληθινή η μαρτυρία, την οποίαν μαρτυρεί δι' εμέ.
Ιω. 5,33 ὑμεῖς ἀπεστάλκατε
πρὸς Ἰωάννην, καὶ μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ·
Ιω. 5,33 Σας υπενθυμίζω δε, ότι σεις εστείλατε πρεσβείαν
στον Ιωάννην τον Βαπτιστήν και εκείνος έχει δώσει βαρυσήμαντον μαρτυρίαν δια
την αλήθειαν.
Ιω. 5,34 ἐγὼ δὲ
οὐ παρὰ ἀνθρώπου τὴν μαρτυρίαν λαμβάνω, ἀλλὰ
ταῦτα λέγω ἵνα ὑμεῖς σωθῆτε.
Ιω. 5,34 Εγώ όμως, που έχω κατ' ευθείαν την μαρτυρίαν του
Πατρός, δεν έχω ανάγκην να στηριχθώ εις την μαρτυρίαν ανθρώπου, έστω και αν ο
άνθρωπος αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο μέγας μεταξύ των προφητών. Αλλά
σας τα λέγω αυτά και σας υπενθυμίζω την μαρτυρίαν του Ιωάννου, δια να πεισθήτε σεις
εις αυτόν, που τον θεωρείτε, και πολύ δικαίως, ως αξιόπιστον, και βρήτε έτσι
την σωτηρίαν.
Ιω. 5,35 ἐκεῖνος ἦν
ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καὶ φαίνων, ὑμεῖς δὲ ἠθελήσατε
ἀγαλλιαθῆναι πρὸς ὥραν ἐν τῷ φωτὶ αὐτοῦ.
Ιω. 5,35 Εκείνος ήτο απλώς ο λύχνος, που το Πνεύμα το
Αγιον τον ήναψε και έτσι εφώτιζε. Σεις δε ηθελήσατε να χαρήτε με το φως της
διδασκαλίας του, αλλά δι' ολίγον μόνον χρόνον.
Ιω. 5,36 ἐγὼ δέ ἔχω
τὴν μαρτυρίαν μείζω τοῦ Ἰωάννου· τὰ γὰρ ἔργα
ἃ ἔδωκέ μοι ὁ πατὴρ ἵνα τελειώσω αὐτά, αὐτὰ
τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ, μαρτυρεῖ περὶ
ἐμοῦ ὅτι ὁ πατήρ με ἀπέσταλκε.
Ιω. 5,36 Εγώ, που ως άλλος ήλιος είμαι από τον ευατόν μου
φως, έχω μαρτυρίαν μεγαλυτέραν από την μαρτυρίαν του Ιωάννου και αυτή είναι τα
καταπληκτικά θαύματα, που έδωκε την εξουσίαν εις εμέ τον ενανθρωπήσαντα Υιόν ο
Πατήρ, να πραγματοποιήσω στον τέλειον βαθμόν. Αυτά λοιπόν τα έργα, τα οποία εγώ
κάμνω, μαρτυρούν δι' εμέ, ότι ο Πατήρ με έχει στείλει στον κόσμον.
Ιω. 5,37 καὶ ὁ
πέμψας με πατήρ, αὐτὸς μεμαρτύρηκε περὶ ἐμοῦ. οὔτε
φωνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ
ἑωράκατε,
Ιω. 5,37 Και ο Πατήρ, που με έστειλε έχει από πολύ καιρόν
μαρτυρήσει δι' εμέ μέσα εις τα βιβλία της Αγίας Γραφής. Αλλά σεις ούτε την
φωνήν αυτού έχετέ ποτέ έως τώρα ακούσει ούτε την μορφήν του είδατε.
Ιω. 5,38 καὶ τὸν
λόγον αὐτοῦ οὐκ ἔχετε μένοντα ἐν ὑμῖν,
ὅτι ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς
οὐ πιστεύετε.
Ιω. 5,38 Και τον λόγον του Θεού, που περιέχεται εις τας
Γραφάς δεν τον έχετε δεχθή με όλην σας την καρδιά, ώστε να μένη μέσα σας. Και
απόδειξις ότι δεν πιστεύετε εις εκείνον, τον οποίον ο Πατήρ έστειλε στον
κόσμον.
Ιω. 5,39 ἐρευνᾶτε
τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς
ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν
αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ·
Ιω. 5,39 Λοιπόν, σεις πρέπει να ερευνάτε τας Γραφάς και
να συλλαμβάνετε τα βαθύτερα αυτών νοήματα, διότι και σεις οι ίδιοι πιστεύετε
ότι με την έρευναν και την πίστιν εις αυτάς θα έχετε ζωήν αιώνιον. Και αυταί
ακριβώς αι Γραφαί είναί που μαρτυρούν δι' εμέ.
Ιω. 5,40 καὶ οὐ
θέλετε ἐλθεῖν πρός με ἵνα ζωὴν ἔχητε.
Ιω. 5,40 Αλλά σεις, παρ' όλα όσα λέγουν αι Γραφαί, δεν
θέλετε να έλθετε με πίστιν προς εμέ, δια να έχετε ζωήν αιώνιον.
Ιω. 5,41 δόξαν παρὰ ἀνθρώπων
οὐ λαμβάνω·
Ιω. 5,41 Εγώ δεν ζητώ να λάβω δόξαν εκ μέρους των
ανθρώπων,
Ιω. 5,42 ἀλλ᾿ ἔγνωκα
ὑμᾶς ὅτι τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ οὐκ
ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς.
Ιω. 5,42 Αλλά σας εγνώρισα πολύ καλά και είδα ότι δεν
έχετε μέσα σας την αληθινήν αγάπην προς τον Θεόν.
Ιω. 5,43 ἐγὼ ἐλήλυθα
ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ
λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ
ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε.
Ιω. 5,43 Και τούτο μαρτυρείται από το γεγονός ότι ενώ εγώ
έχω έλθει εξ ονόματος του Πατρός μου, σεις εν τούτοις δεν με δέχεσθε και δεν
πιστεύετε εις την θείαν μου αποστολήν και διδασκαλίαν. Εάν όμως έλθη κανένας
ψευδομεσσίας, που θα κινήται από ιδιοτέλειαν και προσωπικήν φιλοδοξίαν, εκείνον
θα τον δεχθήτε διότι θα κολακεύη τας αδυναμίας σας.
Ιω. 5,44 πῶς δύνασθε ὑμεῖς
πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν
δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;
Ιω. 5,44 Και πως είναι δυνατόν να πιστέψετε εις την
αλήθειαν σεις, οι οποίοι επιδιώκετε να παίρνετε δόξαν και τιμήν ο ένας από τον
άλλον και δεν ζητείτε την αληθινήν δόξαν, η οποία προέρχεται από τον έναν και
μόνον Θεόν;
Ιω. 5,45 μὴ δοκεῖτε
ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν
πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς,
εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε.
Ιω. 5,45 Μη νομίζετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον
Πατέρα. Υπάρχει άλλος που σας κατηγορεί και αυτός είναι ο Μωϋσής, στον οποίον
σεις έχετε στηρίξει τας ελπίδας σας.
Ιω. 5,46 εἰ γὰρ ἐπιστεύετε
Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ
ἐκεῖνος ἔγραψεν.
Ιω. 5,46 Διότι εάν επιστεύατε στον Μωϋσέα, θα επιστεύατε
και εις εμέ· Επειδή εκείνος πολλά έγραψε και προεικόνισε και προδιετύπωσε δι'
εμέ.
Ιω. 5,47 εἰ δὲ τοῖς
ἐκείνου γράμμασιν οὐ πιστεύετε, πῶς τοῖς ἐμοῖς
ῥήμασι πιστεύσετε;
Ιω. 5,47 Εάν, λοιπόν, εις τα γραμμένα από εκείνον δεν
πιστεύετε, πως θα πιστεύσετε εις τα ιδικά μου λόγια;”
Ιω. 6,1 Μετὰ ταῦτα
ἀπῆλθεν ὁ Ἰησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης τῆς
Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος·
Ιω. 6,1 Επειτα από αυτά ανεχώρησεν ο Ιησούς εις τα
μέρη της Γαλιλαίας και επέρασε μαζή με τους μαθητάς του στο απέναντι μέρος της
θαλάσσης της Γαλιλαίας, η οποία ονομάζεται και θάλασσα της Τιβεριάδος.
Ιω. 6,2 καὶ ἠκολούθει
αὐτῷ ὄχλος πολύς, ὅτι ἑώρων αὐτοῦ τὰ
σημεῖα ἃ ἐποίει ἐπὶ τῶν ἀσθενούντων.
Ιω. 6,2 Και τον ακολουθούσε πολύς λαός, διότι έβλεπαν
τα θαύματα που έκαμνε δια την θεραπείαν των ασθενών.