Β Κορ. 10,7 Τὰ κατὰ
πρόσωπον βλέπετε! εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι,
τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ὅτι καθὼς
αὐτὸς Χριστοῦ, οὕτω καὶ ἡμεῖς Χριστοῦ.
Β Κορ. 10,7 Σεις όμως βλέπετε ακόμη την επιφάνειαν των πραγμάτων
και όχι το βάθος. Εάν κανείς κολακεύεται να πιστεύη, ότι ανήκει στον Χριστόν,
ας συλλογισθή πάλιν από τον εαυτόν του και τούτο, ότι, όπως αυτός είναι του
Χριστού, έτσι και ημείς είμεθα του Χριστού.
Β Κορ. 10,8 ἐάν τε γὰρ καὶ
περισσότερόν τι καυχήσωμαι περὶ τῆς ἐξουσίας ἡμῶν,
ἧς ἔδωκεν ὁ Κύριος ἡμῖν εἰς οἰκοδομὴν
καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν, οὐκ αἰσχυνθήσομαι,
Β Κορ. 10,8 Διότι και αν ακόμη καυχηθώ κάπως περισσότερον δια την
εξουσίαν, που έχομεν ημείς οι Απόστολοι και την οποίαν μας έχει δώσει αυτός ο
Κυριος, δια να σας οικοδομούμεν εις την πνευματικήν ζωήν και όχι να σας
κατακρημνίζωμεν, δεν θα εντροπιασθώ, διότι την αλήθειαν θα είπω.
Β Κορ. 10,9 ἵνα μὴ δόξω ὡς
ἂν ἐκφοβεῖν ὑμᾶς διὰ τῶν ἐπιστολῶν.
Β Κορ. 10,9 Δεν το πράττω όμως, δια να μη φανώ σαν να θέλω με τας
επιστολάς μου να σας εκφοβίσω.
Β Κορ. 10,10 ὅτι αἱ μὲν
ἐπιστολαί, φησί, βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ
παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος.
Β Κορ. 10,10 Διότι λέγουν και τούτο οι κατήγοροί μας, ότι αι μεν
επιστολαί του είναι καταθλιπτικαί με το βάρος των και αυστηραί με την δύναμιν
των ελέγχων· η σωματική του όμως εμφάνισις είναι ασθενής και ο λόγος του σαν
ένα τίποτε.
Β Κορ. 10,11 τοῦτο λογιζέσθω ὁ
τοιοῦτος, ὅτι οἷοί ἐσμεν τῷ λόγῳ δι᾿ ἐπιστολῶν
ἀπόντες, τοιοῦτοι καὶ παρόντες τῷ ἔργῳ.
Β Κορ. 10,11 Αυτός όμως που μας κατηγορεί, ας σκεφθή τούτο· ότι
οποίοι είμεθα με όσα γράφομεν εις τας επιστολάς μας, όταν απουσιάζωμεν, τέτοιοι
είμεθα και με τα έργα μας, όταν είμεθα παρόντες.
Β Κορ. 10,12 Οὐ γὰρ τολμῶμεν
ἐγκρῖναι ἢ συγκρῖναι ἑαυτούς τισι τῶν ἑαυτοὺς
συνιστανόντων· ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς
ἑαυτοὺς μετροῦντες καὶ συγκρίνοντες ἑαυτοὺς
ἑαυτοῖς οὐ συνιοῦσιν.
Β Κορ. 10,12 Πράγματι δεν έχομεν την τόλμην να συναριθμήσωμεν τους
ευατούς μας η και να τους συγκρίνωμεν με μερικούς, που συσταίνουν τους εαυτούς
των ως μεγάλους και ισχυρούς. Αυτοί όμως είναι άνθρωποι που αυτοθαυμάζονται
μετρούντες τον εαυτόν των με τους εαυτούς των και συγκρίνοντες τον εαυτόν των
προς εαυτούς και δεν καταλαβαίνουν ούτε τι είναι ούτε τι λέγουν.
Β Κορ. 10,13 ἡμεῖς δὲ
οὐχὶ εἰς τὰ ἄμετρα καυχησόμεθα, ἀλλὰ
κατὰ τὸ μέτρον τοῦ κανόνος οὗ ἐμέρισεν ἡμῖν
ὁ Θεὸς μέτρου, ἐφικέσθαι ἄχρι καὶ ὑμῶν.
Β Κορ. 10,13 Ημείς δε δεν θα καυχηθώμεν κατά τρόπον υπερβολικόν και
έξω από την αλήθειαν, αλλά θα καυχηθώμεν σύμφωνα με το μέτρον της δικαιοδοσίας,
που εξεχώρισεν εις ημάς ο Θεός σαν περιοχήν της αποστολικής μας δράσεως και που
μας έχει αξιώσει να φθάσωμεν μέχρις εις σας.
Β Κορ. 10,14 οὐ γὰρ ὡς
μὴ ἐφικνούμενοι εἰς ὑμᾶς ὑπερεκτείνομεν ἑαυτούς·
ἄχρι γὰρ καὶ ὑμῶν ἐφθάσαμεν ἐν τῷ
εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ,
Β Κορ. 10,14 Διότι δεν εξυψώνομεν με κενάς καυχησιολογίας τον ευατόν
μας, σαν να μη είχαμεν φθάσει μέχρι και εις την χώραν σας κηρύττοντες το
Ευαγγέλιον, διότι τότε θα εψεδόμεθα. Ενώ ημείς λέγομεν την αλήθειαν, διότι
εφθάσαμεν πράγματι μέχρις υμών δια το έργον του Ευαγγελίου του Χριστού.
Β Κορ. 10,15 οὐκ εἰς τὰ
ἄμετρα καυχώμενοι ἐν ἀλλοτρίοις κόποις, ἐλπίδα δὲ
ἔχοντες, αὐξανομένης τῆς πίστεως ὑμῶν ἐν ὑμῖν
μεγαλυνθῆναι κατὰ τὸν κανόνα ἡμῶν εἰς
περισσείαν,
Β Κορ. 10,15 Οχι, δεν καυχώμεθα έξω από το μέτρον δι' εργασίας και
κόπους, που άλλοι έχουν κάμει. Αλλ' έχομεν ελπίδα, καθ' όσον αυξάνει η
χριστιανική σας πίστις και ζωη, ότι θα δοξασθώμεν με την ιδικήν σας πρόοδον και
ημείς, έντος των ορίων πάντοτε της δικαιοδοσίας και της δράσεως, που μας έχει
δοθή από τον Θεόν. Ετσι δε θα εκτείνωμεν την αποστολικήν δράσιν και ακόμη
περισσότερον,
Β Κορ. 10,16 εἰς τὰ ὑπερέκεινα
ὑμῶν εὐαγγελίσασθαι, οὐκ ἐν ἀλλοτρίῳ
κανόνι εἰς τὰ ἕτοιμα καυχήσασθαι.
Β Κορ. 10,16 ώστε να κηρύξωμεν το Ευαγγέλιον και εις περιοχάς, που
είναι πέραν από τα ιδικά σας σύνορα, εις ανθρώπους προς τους οποίους κανείς
μέχρι σήμερα δεν έχει διδάξει τον Χριστόν, ώστε και πάλιν να μη καυχώμεθα εις
ξένην δικαιοδοσίαν δι' έργα, που έχουν πραγματοποιήσει και ετοιμάσει άλλοι.
Β Κορ. 10,17 ὁ δὲ καυχώμενος
ἐν Κυρίῳ καυχάσθω·
Β Κορ. 10,17 Ας εφαρμόζεται και εις ημάς ο λόγος της Γραφής· “εκείνος
που καυχάται, ας καυχάται όχι αλαζωνικώς, αλλά με ταπείνωσιν αποδίδων στον
Κυριον την δόξαν δια τα καλά έργα, που αυτός ο ίδιος ο Θεός του έχει δώσει
δύναμιν και χάριν να τα κάμη”.
Β Κορ. 10,18 οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν
συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ᾿ ὃν
ὁ Κύριος συνίστησιν.
Β Κορ. 10,18 Διότι ενάρετος και ευάρεστος στον Θεόν δεν είναι εκείνος
ο οποίος αυτοσυσταίνεται και αυτοεγκωμιάζεται, αλλ' εκείνος τον οποίον
συσταίνει και εγκωμιάζει ο Θεός.
Μαρκ. 3,28 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων
τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν
βλασφημήσωσιν.
Μαρκ. 3,28 Αληθινά σας λέγω ότι θα συγχωρηθούν στους υιούς των
ανθρώπων όλα τα αμαρτήματα και όλαι αι βλασφημίαι, όσας τυχόν ήθελον
εκστομίσει.
Μαρκ. 3,29 ὃς δ᾿ ἂν
βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὐκ
ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿
ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως·
Μαρκ. 3,29 Εκείνος όμως που από κακότητα ψυχής θα βλασφημήση στο
Αγιον Πνεύμα (δηλαδή θα αποδώση τας φανεράς και λυτρωτικάς ενεργείας του Αγίου
Πνεύματος στον διάβολον) αυτός δεν έχει άφεσιν στους αιώνας των αιώνων, αλλά
είναι ένοχος αιωνίας καταδίκης”.
Μαρκ. 3,30 ὅτι ἔλεγον,
πνεῦμα ἀκάθαρτον ἔχει.
Μαρκ. 3,30 Είπε δε αυτά ο Ιησούς, διότι εκείνοι τον συκοφαντούσαν
ότι έχει ακάθαρτον πνεύμα.
Μαρκ. 3,31 ἔρχονται οὖν
ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ,
καὶ ἔξω ἑστῶτες ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν
φωνοῦντες αὐτόν.
Μαρκ. 3,31 Ερχονται τότε η μητέρα του και αυτοί που ενομίζοντο
αδελφοί του και αφού εστάθησαν έξω από το σπίτι, έστειλαν προς αυτόν και τον
εφώναξαν να βγη.
Μαρκ. 3,32 καὶ ἐκάθητο
περὶ αὐτὸν ὄχλος· εἶπον δὲ αὐτῷ·
ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἔξω
ζητοῦσί σε.
Μαρκ. 3,32 Εκάθητο δε γύρω του πολύς λαός· είπον δε εις αυτόν·
“ιδού η μητέρα σου και οι αδελφοί σου σε ζητούν έξω”.
Μαρκ. 3,33 καὶ ἀπεκρίθη
αὐτοῖς λέγων· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ
ἀδελφοί μου;
Μαρκ. 3,33 Και απάντησε εις αυτούς λέγων· “ποιά είναι η μητέρα
μου η ποίοι είναι οι αδελφοί μου;”
Μαρκ. 3,34 καὶ περιβλεψάμενος
κύκλῳ τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους λέγει· ἴδε
ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου·
Μαρκ. 3,34 Και αφού περιέφερε ολόγυρα τα μάτια του εις εκείνους
που εκάθηντο γύρω του, είπε· “ιδού η μητέρα μου και οι αδελφοί μου.
Μαρκ. 3,35 ὃς γὰρ ἂν
ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός
μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστί.
Μαρκ. 3,35 Διότι εκείνος, ο οποίος θα εφαρμόση το θέλημα του
Θεού, αυτός είναι αδελφός μου και αδελφή μου και μητέρα μου”.