Η πλεονεξία είναι πάθος αχόρταγης ψυχής.
Ο πλεονέκτης συγκεντρώνει ασήμι και μαζεύει χρυσάφι, κτίζει σπίτια και πλησιάζει
οικία την οικία και αγρό τον αγρό, με σκοπό να αφαιρέσει κάτι από τον ιδιοκτήτη
έως ότου δεν του αφήσει τίποτα. Ο πλεονέκτης, όσο περισσότερο αυξάνει την
περιουσία του, τόσο περισσότερο γίνεται άπληστος. Ο πλεονέκτης αισθάνεται δίψα για
χρυσάφι και πείνα για περιουσία γι' αυτόν το λόγο δεν μπορεί να απαλλαγεί ούτε από
τη φτώχεια ούτε από τη στέρηση. Με ποτό μεν έχουν σβήσει την όρεξη του πότη και
την επιθυμία της τροφής τη χόρτασαν με τροφή. Την πλεονεξία όμως δεν την
έσβησαν ούτε με ασήμι ούτε με χρυσάφι.
Στον
πλεονέκτη ταιριάζει αυτό που έχουν πει για τον αλαζόνα
γιατρό: «Το φάρμακό σου κάνει την αρρώστια να χειροτερεύει».
Η πλεονεξία είναι άπιστη μανία που ενθουσιάζει την αχόρταγη ψυχή με σκοπό να αυξήσει την περιουσία που ήδη
κατέχει.