Άλλοτε
πάλι, καθώς ὁ ὅσιος ἡσύχαζε στό κελλί του, ἦρθε νά τόν συναντήσει κάποιος αὐτοκρατορικός
ἀξιωματοῦχος.
-Σέ παρακαλῶ, πάτερ,
βοήθησέ με, τοῦ εἶπε μέ φανερή θλίψη. Ἦρθα νά ρωτήσω κάτι τήν ἁγιωσύνη σου, ἐλπίζοντας
πώς θά ὠφεληθῶ καί θά ἠρεμήσω......, γιατί μ’ ἔχει ταράξει ἕνας λογισμός...
Ὁ ὅσιος δέν περίμενε νά
τοῦ φανερώσει τό λογισμό του.
-Ὁ σατανάς σέ πλάνεψε,
τοῦ ἀποκρίθηκε ἀμέσως. Σέ γέλασε, λέγοντάς σου πώς δέν θά ἔχεις τάχα μισθό ἀπ’ τό
Θεό γιά ὅσα παιδιά βάφτισες. Ψέματα! Εἶναι μακάριος ὅποιος βαφτίζει ψυχές καί τίς
βάζει ἔτσι μέσα στήν Ἐκκλησία καί τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται»164, λέει ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο.
Καί κάποτε, «ἐπιλαβόμενος παιδίου ἔστησεν αὐτὸ παρ’ ἑαυτῷ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὅς ἐὰν δέξηται τοῦτο τὸ παιδίον ἐπὶ τῷ ὀνόματί
μου, ἐμὲ δέχεται, καὶ ὅς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με»165.
Ποιός εἶναι λοιπόν πιό μακάριος ἀπό σένα, πού ὑποδέχεσαι μέ τά νήπια τό Χριστό,
καί μέ τό Χριστό τόν Πατέρα Του;