Μια από τις ωραιότερες ιστορίες του
Λαυσαϊκού περιγράφει το βίο ενός μοναχού, που αφού εγκατέλειψε το
μοναστήρι, δούλευε σαν φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Και
όπως από κάθε λιμάνι, ούτε απ’ αυτό έλειπαν οι πόρνες. Ο «μοναχός»
δούλευε όλη την ημέρα, και το βράδυ ξόδευε όλα όσα κέρδιζε,
«αγοράζοντας» την συντροφιά μιας πόρνης για όλη τη νύχτα.
Ήταν η ντροπή των χριστιανών της πόλης, ήταν το σκάνδαλο της Εκκλησίας. Τα χρόνια πέρναγαν και παρά τις εκκλήσεις και τις συστάσεις, αυτός συνέχιζε την αμαρτωλή του ζωή. Κάποτε, όπως σε όλους μας, ο θάνατος ήρθε σαν λύτρωση, σαν φάρμακο που θα τον έσωζε από τις αμαρτίες που δεν σταμάτησε να κάνει ακόμη και λίγο πριν πεθάνει. Και πώς να τον αφήσουν χωρίς ταφή για χριστιανό; Οι παπάδες της πόλης τον πήραν να τον κηδέψουν και μαζί του να θάψουν το σκάνδαλο. Το νέο μαθεύτηκε: Ο «γεροπόρνος» μοναχός πέθανε. Ποιος άραγε θα πήγαινε στην εκκλησία να τον αποχαιρετήσει;
Ήταν η ντροπή των χριστιανών της πόλης, ήταν το σκάνδαλο της Εκκλησίας. Τα χρόνια πέρναγαν και παρά τις εκκλήσεις και τις συστάσεις, αυτός συνέχιζε την αμαρτωλή του ζωή. Κάποτε, όπως σε όλους μας, ο θάνατος ήρθε σαν λύτρωση, σαν φάρμακο που θα τον έσωζε από τις αμαρτίες που δεν σταμάτησε να κάνει ακόμη και λίγο πριν πεθάνει. Και πώς να τον αφήσουν χωρίς ταφή για χριστιανό; Οι παπάδες της πόλης τον πήραν να τον κηδέψουν και μαζί του να θάψουν το σκάνδαλο. Το νέο μαθεύτηκε: Ο «γεροπόρνος» μοναχός πέθανε. Ποιος άραγε θα πήγαινε στην εκκλησία να τον αποχαιρετήσει;