Μέ τήν
Χάρη τοῦ Θεοῦ συνεχίζουμε τό 3ο
Κεφάλαιο τοῦ Ἁγίου Γέροντα Σιλουανοῦ,
πού ἔχει τίτλο «Ἡ μορφή τοῦ Γέροντα».
«Ἡ
ἐξωτερική του διαγωγή ἦταν ἁπλή, μά
συγχρόνως τήν στόλιζε μιά ἀναμφίβολη
ἰδιότητα, ἡ ἐσωτερική εὐγένεια, ἤ, ἄν
θέλετε, ἡ ἀριστοκρατικότητα στήν πιό
σωστή σημασία τῆς λέξεως. Σέ ὅποιες
συνθῆκες καί νά τόν συναντοῦσε ὁ
ἄνθρωπος μέ τήν λεπτότερη διαίσθηση,
δέν θά μποροῦσε νά παρατηρήσει σ’ αὐτόν
ἄξεστες κινήσεις καρδιᾶς: ὅπως
ἀντιπάθεια, ἀπροσεξία, περιφρόνηση,
προσποίηση καί τά παρόμοια». Βλέπουμε,
πόσο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ λεπτύνει τόν
ἄνθρωπο. «Ἦταν ἄνθρωπος
πραγματικά εὐγενικός, ὅπως μπορεῖ νά
εἶναι μόνο ὁ χριστιανός», ἁπλός,
ἀνεπιτήδευτος, ἀνυπόκριτος.
«Ὁ
Γέροντας ποτέ δέν γελοῦσε δυνατά οὔτε
μιλοῦσε διφορούμενα. Δέν περιεγελοῦσε
οὔτε ἀστειευόταν ἄλλους ἀνθρώπους».
Ξέρουμε πόσο πολύ πληγώνει
ἡ εἰρωνεία καί τό νά περιπαίζει κανείς
τούς ἄλλους. «Στό συνήθως
σοβαρό γαλήνιο πρόσωπό του ζωγραφιζόταν
καμιά φορά ἕνα ἐλαφρό μειδίαμα, χωρίς
νά ἀνοίγονται τά χείλη, ἐκτός καί ἄν
μιλοῦσε». Οἱ Ἅγιοι Πατέρες
κατακρίνουν τόν λεγόμενο «βρασματώδη
γέλωτα», αὐτό τό χαχανητό τό θορυβῶδες,
γιατί δέν ἔχει μέσα του σεμνότητα.
Μάλιστα, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν
κανείς χαμογελᾶ, νά χαμογελᾶ ἔτσι
λίγο, καί ὄχι νά προκαλεῖ. Γιατί ἐκεῖνο
πού κατεξοχήν ἁρμόζει στόν ἄνθρωπο
εἶναι τό πένθος. Εἴμαστε ἐν μετανοία,
στήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, στήν
ἐξορία. Καί τόν Κύριο, ὅπως ἔχει λεχθεῖ,
ποτέ δέν Τόν εἶδαν νά γελᾶ, ἀλλά ἀρκετές
φορές Τόν εἶδαν νά κλαίει.