Κάποτε, σε μια Μονή ήταν ένας Ιερομόναχος που φαινόταν ευλαβής μεν
εξωτερικά, αλλά εσωτερικά είχε κρυφή υπερηφάνεια. Σε όλα του ήταν
τυπικός, ευγενικός και αγωνιστής και νουθετούσε πνευματικά τους άλλους,
γιατί ήταν και λόγιος. Ο ίδιος όμως δεν βοηθιόταν από κανέναν, γιατί
δίσταζαν οι άλλοι, από σεβασμό, να του πουν κάτι που έβλεπαν σ’ αυτόν.
Είχε δε δημιουργήσει ψευδαισθήσεις, όχι μόνο στους άλλους αλλά και στον
ίδιο τον εαυτό του, ότι είναι ο πιο ενάρετος της Μονής κ.λπ.
Μια μέρα, λοιπόν, είχαν φέρει στην Μονή έναν δαιμονισμένο, και ο
Ηγούμενος είχε αναθέσει σ’ αυτόν τον Ιερομόναχο να του διαβάση
εξορκισμούς.Παράλληλα δε, είχε πει να κάνουν και οι Πατέρες κομποσχοίνι,
για να ελευθερωθή το πλάσμα του Θεού. Επόμενο φυσικά ήταν να στριμωχθή
πολύ το δαιμόνιο και να φωνάζη:
- Πού με διώχνεις, άσπλαγχνε;