Α Τιμ. 1,18 Ταύτην τὴν παραγγελίαν
παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατὰ τὰς προαγούσας ἐπὶ
σὲ προφητείας, ἵνα στρατεύῃ ἐν αὐταῖς τὴν
καλὴν στρατείαν,
Α Τιμ. 1,18 Αυτήν την εντολήν παραθέτω εις τα χέρια σου, δια να
την φυλάξης πιστώς, τέκνον Τιμόθεε, σύμφωνα με τας προφητείας και τας
αποκαλύψστου Θεού, που ελέχθησαν δια σε, δηλαδή να είσαι συνεχώς ο καλός
στρατιώτης, ο επιστρατευμένος εις αυτάς με την καλήν στρατείαν,
Α Τιμ. 1,19 ἔχων πίστιν καὶ
ἀγαθὴν συνείδησιν, ἥν τινες ἀπωσάμενοι περὶ τὴν
πίστιν ἐναυάγησαν·
Α Τιμ. 1,19 έχων την ορθήν πίστιν, αγαθήν και ακατάκριτον
συνείδησιν, την οποίαν συνείδησιν μερικοί απώθησαν, την κατέπνιξαν και την
επέταξαν από την ψυχήν των και έτσι κατέληξαν εις ναυάγιον της πίστεως των.
Α Τιμ. 1,20 ὧν ἐστιν Ὑμέναιος
καὶ Ἀλέξανδρος, οὓς παρέδωκα τῷ σατανᾷ, ἵνα
παιδευθῶσι μὴ βλασφημεῖν.
Α Τιμ. 1,20 Από αυτούς είναι ο Υμέναιος και ο Αλέξανδρος, τους
οποίους απεμάκρυνα από την Εκκλησίαν και τους παρέδωσα στον σατανάν. Τους
απέκοψα δε από την Εκκλησίαν, δια να παιδαγωγηθούν με την σωφρονιστικήν αυτήν
τιμωρίαν, ώστε να μη διδάσκουν πλέον ψευδολογίας και βλασφημίας.
Α Τιμ. 2,8 Βούλομαι οὖν
προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντας
ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ.
Α Τιμ. 2,8 Θελω, λοιπόν, να προσεύχωνται οι άνδρες εις κάθε
τόπον, να υψώνουν προς τον ουρανόν χέρια αμόλυντα από την αμαρτίαν και με
πλουσίους τους καρπούς της αρετής, να προσεύχωνται χωρίς οργήν και χωρίς
καμμίαν αμφιβολίαν και ολιγοπιστίαν.
Α Τιμ. 2,9 ὡσαύτως καὶ
τὰς γυναῖκας ἐν καταστολῇ κοσμίῳ, μετὰ αἰδοῦς
καὶ σωφροσύνης κοσμεῖν ἑαυτάς, μὴ ἐν πλέγμασιν ἢ
χρυσῷ ἢ μαργαρίταις ἢ ἱματισμῷ πολυτελεῖ,
Α Τιμ. 2,9 Επίσης αι γυναίκες πρέπει να προσεύχωνται με
ενδυμασίαν σεμνήν, να στολίζουν δε τον εαυτόν των με συστολήν και σεμνότητα και
σωφροσύνην και όχι με εξεζητημένα πλεξίματα των μαλλιών η με χρυσά κοσμήματα η
με μαργαριτάρια η με πολυτελή ενδύματα,
Α Τιμ. 2,10 ἀλλ᾿ ὃ
πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δι᾿ ἔργων ἀγαθῶν.
Α Τιμ. 2,10 αλλά με ο,τι ταιριάζει εις γυναίκας, αι οποίαι έχουν
ως έργον των την ευσέβειαν· δηλαδή τους ταιριάζει να στολίζωνται με έργα αγαθά.
Α Τιμ. 2,11 Γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ
μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇ·
Α Τιμ. 2,11 Η γυναίκα ας προσπαθή να μαθαίνη την αλήθειαν του
Ευαγγελίου με ησυχίαν, χωρίς να εκτρέπεται εις πολυλογίας και θορύβους, αλλά με
κάθε σεμνότητα και υπακοήν.
Α Τιμ. 2,12 γυναικὶ δὲ
διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός,
ἀλλ᾿ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ.
Α Τιμ. 2,12 Δεν επιτρέπω δε εις την γυναίκα να διδάσκη εις τας
λατρευτικάς συγκεντρώσεις των πιστών, ούτε να κυριαρχή και να εξουσιάζή επί του
ανδρός, αλλά να παραμένη ήσυχος χωρίς αντιρρήσεις και θορύβους.
Α Τιμ. 2,13 Ἀδὰμ γὰρ
πρῶτος ἐπλάσθη, εἶτα Εὔα·
Α Τιμ. 2,13 Ταιριάζει να υποτάσσεται η γυναίκα, διότι ο Αδάμ
επλάσθη πρώτος και έπειτα από αυτόν επλάσθη η Εύα.
Α Τιμ. 2,14 καὶ Ἀδὰμ
οὐκ ἠπατήθη, ἡ δὲ γυνὴ ἀπατηθεῖσα ἐν
παραβάσει γέγονε·
Α Τιμ. 2,14 Και ο μεν Αδάμ δεν ηπατήθη από τον διάβολον, η δε
γυναίκα εξηπατήθη από την υποβολήν του πονηρού και έπεσεν εις την παράβασιν.
Α Τιμ. 2,15 σωθήσεται δὲ διὰ
τῆς τεκνογονίας, ἐὰν μείνωσιν ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ
καὶ ἁγιασμῷ μετὰ σωφροσύνης.
Α Τιμ. 2,15 Θα σωθή δε κάθε γυναίκα δια της τεκνογονίας, με την
απόκτησιν δηλαδή και καλήν ανατροφήν των τέκνων της, εάν βέβαια μείνουν μέχρι
τέλους εις την πίστιν προς τους άνδρας των, εις την αγάπην προς αυτούς και στον
αγιασμόν με την σωφροσύνην και την αγνότητά των.
Λουκ.
20,1 Καὶ ἐγένετο ἐν
μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων διδάσκοντος αὐτοῦ
τὸν λαὸν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εὐαγγελιζομένου
ἐπέστησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς
σὺν τοῖς πρεσβυτέροις
Λουκ. 20,1 Μιαν από τας μεγάλας εκείνας ημέρας καθώς ο Κυριος
εδίδασκε εις τας αυλάς του Ναού τον λαόν και εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της
σωτηρίας, ήλθαν έξαφνα κοντά του αποφασιστικοί οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζή
με τους πρεσβυτέρους
Λουκ.
20,2 καὶ εἶπον πρὸς
αὐτὸν λέγοντες· εἰπὲ ἡμῖν ἐν ποίᾳ
ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ
δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην;
Λουκ. 20,2 και του είπαν· “πες μας, με ποιά εξουσία κάμνεις αυτά
η ποιός σου έδωκε την εξουσίαν αυτήν, ώστε, εκτός των άλλων, να διώχνης και
τους εμπορευομένους από τον ναόν;”
Λουκ.
20,3 ἀποκριθεὶς δὲ
εἶπε πρὸς αὐτούς· ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ
ἕνα λόγον καὶ εἴπατέ μοι·
Λουκ. 20,3 Απεκρίθη δε και είπεν εις αυτούς ο Κυριος· “και εγώ
θα σας υποβάλω μίαν ερώτησιν, εις την οποίαν σαν διδάσκαλοι με εξουσίαν και
κύρος που θέλετε να είσθε, πρέπει να μου απαντήσετε.
Λουκ.
20,4 τὸ βάπτισμα Ἰωάννου
ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων;
Λουκ. 20,4 Το βάπτισμα του Ιωάννου ήτο από τον ουρανόν, εγίνετο
κατόπιν εντολής του Θεού, η ήτο απλή και άνευ σημασίας επινόησις ανθρώπων”.
Λουκ.
20,5 οἱ δὲ
συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι ἐὰν
εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ, διατί οὖν
οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ;
Λουκ. 20,5 Εκείνοι δε εσκέφθησαν μεταξύ των και είπαν ότι, εάν
είπωμεν εξ ουρανού, δηλαδή από τον Θεόν, θα μας πη· διατί δεν επιστεύσατε εις
αυτόν;
Λουκ.
20,6 ἐὰν δὲ εἴπωμεν,
ἐξ ἀνθρώπων, πᾶς ὁ λαὸς καταλιθάσει ἡμᾶς·
πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι.
Λουκ. 20,6 Εάν δε είπωμεν, ότι ήτο επινόησις ανθρώπων και
επομένως ο Ιωάννης δεν ήτο προφήτης, απεσταλμένος δηλαδή από τον Θεόν, όλος ο
λαός θα μας λιθοβολίση αγρίως, διότι όλοι έχουν ακλόνητον την πεποίθησιν, ότι ο
Ιωάννης είναι προφήτης του Θεού.
Λουκ.
20,7 καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ
εἰδέναι πόθεν.
Λουκ. 20,7 Και, αυτοί, οι επίσημοι διδάσκαλοι του Ισραήλ,
κατησχημένοι απήντησαν, ότι δεν ξεύρουν, από που ήτο το βάπτισμα του Ιωάννου.
Λουκ.
20,8 καὶ ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτοῖς· οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν
ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.
Λουκ. 20,8 Και τότε ο Ιησούς τους είπεν· “ούτε εγώ σας λέγω με
ποίαν εξουσίαν κάμνω αυτά”.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/