Τόν
τελευταῖον καιρόν γίνεται πολύς λόγος διά τήν ἕνωσιν τῶν «Ἐκκλησιῶν».
Εἰς τήν πραγματικότητα πρόκειται περί ἑνώσεως τῶν ἀπεσχισμένων ἀπό τήν
Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.
Δέν ὑπάρχουν πολλαί Ἐκκλησίαι διά νά ἑνωθοῦν.
Μίαν
μόνον Ἐκκλησίαν ἵδρυσεν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας
συνέχειαν ἀποτελεῖ ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Καθολική (ἐκ τοῦ καθόλου -
πλήρης, ἀληθής) Ἐκκλησία. Ἀπό τήν Μίαν αὐτήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν
Ἐκκλησίαν ἀπεσχίσθη ὁριστικῶς ὁ Πάπας τό 1054, ἕνεκα τῆς ἀρνήσεως τῶν
Ὀρθοδόξων νά ὑποταχθοῦν εἰς τάς ἀντιχριστιανικάς ἀξιώσεις του περί
πρωτείου ἐξουσίας ἐπί συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων αἱρέσεών του.
Λόγῳ δέ τῶν πολλῶν παρεκτροπῶν τοῦ παπισμοῦ, τό 1517 ἤρχισεν εἰς τήν
Δύσιν ὁ ἀγών τῶν Διαμαρτυρομένων (προτεσταντῶν ἤ εὐαγγελικῶν) κατά τοῦ
παπισμοῦ, πού ὡδήγησε τούς Δυτικούς Χριστιανούς εἰς πλῆθος διασπάσεων.
Σήμερον ὑπάρχουν, ὡς γνωστόν, πολλαί ἑκατοντάδες προτεσταντικῶν ὀμάδων.