Οἱ Ἅγιοι Ἑπτὰ Παῖδες ἐν Ἐφέσῳ
Στὰ μέσα του 3ου αἰῶνα μ.Χ., ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Δέκιος ἄναψε τὸ καμίνι τῶν διωγμῶν καὶ χωρὶς καμιὰ διάκριση βασάνιζε καὶ σκότωνε νέους καὶ γέρους, τότε καὶ οἱ ἑπτὰ παῖδες, Μαξιμιλιανός, Ἐξακουστοδιανός, Ἰάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ἀντωνῖνος καὶ Κωνσταντῖνος, γιὰ νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, ἀφοῦ διαμοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχούς, ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ κρύφτηκαν σὲ κάποια σπηλιά, μέχρι νὰ πάψει ὁ διωγμός.
Ἐπειδή, ὅμως, ὁ κίνδυνος ὁλοένα καὶ πλησίαζε στὴν κρυψώνα τους, προσευχήθηκαν ὅλη τὴ νύκτα νὰ πάρει ὁ Θεὸς τὶς ψυχές τους, χωρὶς νὰ πέσουν στὰ χέρια τοῦ Δεκίου. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴ δέησή τους, καὶ τὸ πρωὶ κοιμήθηκαν χωρὶς νὰ ξυπνήσουν.
Στὰ μέσα του 3ου αἰῶνα μ.Χ., ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Δέκιος ἄναψε τὸ καμίνι τῶν διωγμῶν καὶ χωρὶς καμιὰ διάκριση βασάνιζε καὶ σκότωνε νέους καὶ γέρους, τότε καὶ οἱ ἑπτὰ παῖδες, Μαξιμιλιανός, Ἐξακουστοδιανός, Ἰάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ἀντωνῖνος καὶ Κωνσταντῖνος, γιὰ νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, ἀφοῦ διαμοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχούς, ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ κρύφτηκαν σὲ κάποια σπηλιά, μέχρι νὰ πάψει ὁ διωγμός.
Ἐπειδή, ὅμως, ὁ κίνδυνος ὁλοένα καὶ πλησίαζε στὴν κρυψώνα τους, προσευχήθηκαν ὅλη τὴ νύκτα νὰ πάρει ὁ Θεὸς τὶς ψυχές τους, χωρὶς νὰ πέσουν στὰ χέρια τοῦ Δεκίου. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴ δέησή τους, καὶ τὸ πρωὶ κοιμήθηκαν χωρὶς νὰ ξυπνήσουν.
Μετὰ 194 χρόνια, ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ, στὴν Ἔφεσο κάποια αἵρεση
διακήρυττε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση νεκρῶν. Ἐκείνη, λοιπόν, τὴν ἐποχή,
κάποιο παιδὶ στὴν ἀγορὰ τῆς Ἐφέσου ψώνισε ψωμὶ μὲ τὸ νόμισμα τῆς ἐποχῆς
τοῦ Δεκίου. Αὐτὸ προκάλεσε ἔκπληξη.
Πῆραν, λοιπὸν τὸ παιδὶ καὶ τὸ
ἀνέκριναν. Κατόπιν, πῆγαν στὴ σπηλιὰ καὶ βρῆκαν ζωντανὰ καὶ τὰ ὑπόλοιπα
παιδιά.