«Ήταν χειμώνας του έτους 1988. Ο κ. Σάκκος μου έδωσε ένα πακέτο με κασέττες από ομιλίες του και ένα δοχείο με τυρί φέτα, για να τα πάω μόλις μπορέσω στο Μήλεσι. Πήρα μαζί μου και έναν φοιτητή της Ιατρικής.
Φτάσαμε στις 14:30 και μας είπανε πως ο Γέροντας ξεκουράζεται. Στις
17:00 το απόγευμα μας δέχτηκε. Ήταν καθιστός στο κρεββάτι. Μέσα στο
κελλάκι του υπήρχε αφόρητη ζέστη λόγω της ασθένειάς του.
Με τα δύο του χέρια έπιασε τους καρπούς μας. Σε εμένα έπιασε τον καρπό
μου με το αριστερό του χέρι. Τα χέρια του ήταν καλυμμένα με πανιά. Μας
ρωτούσε γενικά πράγματα, από πού είμαστε; τι δουλειά κάνουμε; ή τι
σπουδάζει ο νεαρός κ.ά… Έκανε 3–4 ερωτήσεις σε εμένα και μετά με άφηνε
και έκανε 3–4 ερωτήσεις τον φοιτητή.
– Πόσα παιδιά έχεις;
– Τέσσερα, Γέροντα. Τον Δημήτρη, την Αργυρή, την Φοίβη και την Μαρία.
– Τα βλέπω τα παιδιά σου… τα βλέπω… Την Φοίβη, την Αργυρή, τον Δημήτρη και την Μαρία.