«Εξομολογώ
ανδρόγυνο από την Θεσσαλονίκη . Έχουν τέτοιαν ακρίβειαν που τους
εθαύμασα. Το σπίτι τους μοιάζει σαν μοναστήρι. Η γυναίκα όλο στο σπίτι.
Βγαίνει έξω, μόνο για ψώνια και ό,τι άλλο απαραίτητο. Έχουν τρία παιδιά.
Μόλις φύγουν τα παιδιά στο σχολείο και ο άνδρας για δουλειά, κάθεται
μια-δυό ώρες και λέγει ευχήν. Κατόπιν σηκώνεται. Αρχίζει δουλειές του
σπιτιού και εν τω μεταξύ η ευχή, σαν μηχανή, δουλεύει ασταμάτητα ,πότε
με το στόμα , πότε με τον νουν.
Ο άνδρας, μόλις γυρίσει από την δουλειάν ,αμέσως θ’ αλλάξη και θα πάη για προσευχή και μελέτη.
Αυτήν την τάξιν, εσυνήθισαν και τα παιδιά τους. Άκου τι έγραφε τις προάλλες η μάνα: «Τα παιδιά μας έμαθαν να λένε την ευχήν και στο σχολείο. Όταν γυρίζουν από το σχολείο, εγώ έχω τελειωμένες και τις δουλειές και το φαγητό. Κάθομαι ξανά στο προσευχητάρι.
Αυτήν την τάξιν, εσυνήθισαν και τα παιδιά τους. Άκου τι έγραφε τις προάλλες η μάνα: «Τα παιδιά μας έμαθαν να λένε την ευχήν και στο σχολείο. Όταν γυρίζουν από το σχολείο, εγώ έχω τελειωμένες και τις δουλειές και το φαγητό. Κάθομαι ξανά στο προσευχητάρι.