Ὁ
Γέροντας μοῦ διηγήθηκε: «Μιὰ φορὰ μὲ ἐπισκέφθηκε ἕνας χίπης. Ἦταν
ντυμένος μὲ κάτι πολύχρωμα, παράξενα ροῦχα, φοροῦσε χαϊμαλιὰ καὶ
κοσμήματα καὶ ζητοῦσε νὰ μὲ δεῖ. Οἱ μοναχὲς
ἀνησύχησαν, ἦρθαν καὶ μὲ ρώτησαν καὶ τοὺς εἶπα νὰ περάσει.
Μόλις κάθισε ἀπέναντί μου εἶδα τὴν ψυχή του. Εἶχε καλὴ ψυχή, ἀλλὰ πληγωμένη καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐπαναστατημένη.
Τοῦ μίλησα μὲ ἀγάπη κι᾿ ἐκεῖνος συγκινήθηκε.
Γέροντα, μοῦ λέει, κανεὶς μέχρι σήμερα δὲν μοῦ μίλησε ἔτσι. Εἶπα τὸ ὀνομά του κι᾿ ἐκεῖνος παραξενεύθηκε, πῶς τὸ γνώριζα.
Ἔ, τοῦ λέω, ὁ Θεὸς μοῦ φανέρωσε καὶ τ’
ὄνομά σου καὶ ὅτι ταξίδεψες μέχρι τὴν Ἰνδία καὶ γνώρισες ἐκεῖ τοὺς
γκουροὺ καὶ τοὺς ἀκολούθησες.
Ἀπόρησε πιὸ πολύ. Τοῦ εἶπα κι᾿ ἄλλα πράγματα γιὰ τὸν ἑαυτό του, κι᾿ ἔφυγε εὐχαριστημένος.
ἀνησύχησαν, ἦρθαν καὶ μὲ ρώτησαν καὶ τοὺς εἶπα νὰ περάσει.
Μόλις κάθισε ἀπέναντί μου εἶδα τὴν ψυχή του. Εἶχε καλὴ ψυχή, ἀλλὰ πληγωμένη καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐπαναστατημένη.
Τοῦ μίλησα μὲ ἀγάπη κι᾿ ἐκεῖνος συγκινήθηκε.
Γέροντα, μοῦ λέει, κανεὶς μέχρι σήμερα δὲν μοῦ μίλησε ἔτσι. Εἶπα τὸ ὀνομά του κι᾿ ἐκεῖνος παραξενεύθηκε, πῶς τὸ γνώριζα.
Ἔ, τοῦ λέω, ὁ Θεὸς μοῦ φανέρωσε καὶ τ’
ὄνομά σου καὶ ὅτι ταξίδεψες μέχρι τὴν Ἰνδία καὶ γνώρισες ἐκεῖ τοὺς
γκουροὺ καὶ τοὺς ἀκολούθησες.
Ἀπόρησε πιὸ πολύ. Τοῦ εἶπα κι᾿ ἄλλα πράγματα γιὰ τὸν ἑαυτό του, κι᾿ ἔφυγε εὐχαριστημένος.