Ποίοι, πότε και πόσο να θεολογούν
Τις
πρωινές ώρες βγήκε από το κελλί του. Φώναξε δύο διάκους και τους
μίλησε. Έπρεπε να ειδοποιήσουνε παντού. Το απόγευμα εκείνο θα κήρυττε,
φυσικά στην Αναστασία. Οι διάκοι φύγανε αμέσως. Από στόμα σε στόμα η
Πόλη έμαθε. Το απόγευμα οι ορθόδοξοι μαζεύτηκαν. Μαζί και μερικοί
κακόδοξοι, αρειανοί, πνευματομάχοι και απολιναριστές.
Γέμισε η Αναστασία, πλημμύρισε ο γυναικωνίτης, έξω από το ναό κι άλλος κόσμος.
Καμμιά
φορά ήρθε και ο Γρηγόριος. Μικρόσωμος σκελετωμένος, λίγο κυρτός, με τα
μάτια χαιρετούσε τους πιστούς, του κάνανε διάδρομο να περάσει. Μπήκε
στο ιερό Βήμα. Γονάτισε στην άγια Τράπεζα κι έμεινε ακίνητος για λίγα
λεπτά. Σηκώθηκε, τράβηξε το βήλο της Ωραίας Πύλης και βγήκε. Στάθηκε στο
μεγάλο σκαλοπάτι, κοίταξε με αγάπη το εκκλησίασμα, έδωσε τόνο αυστηρό
στη φωνή και άρχισε: