Εβρ. 11,24 Πίστει Μωϋσῆς
μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ,
Εβρ. 11,24 Ενεκα της πίστεως του ο Μωϋσής, όταν εμεγάλωσεν,
ηρνήθη να ονομάζεται παιδί της θυγατρός του Φαραώ,
Εβρ. 11,25 μᾶλλον ἑλόμενος
συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ
πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν,
Εβρ. 11,25 και επροτίμησε καλύτερον να ταλαιπωρήται και να
κακοπαθή μαζή με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρόσκαιρον απόλαυσιν μιας
αμαρτωλής και τρυφηλής ζωής, σαν βασιλόπουλο εις τα ανάκτορα.
Εβρ. 11,26 μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος
τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ
Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν.
Εβρ. 11,26 Και από τους θησαυρούς, από τα αγαθά και την δόξαν
της Αιγύπτου, εθεώρησε μεγαλύτερον και πολυτιμότερον πλούτον το να χλευάζεται
και να περιφρονήται, όπως βραδύτερον θα ωνειδίζετο ο Χριστός. Διότι είχε
προσηλωμένα τα μάτια του και επερίμενε με πίστιν της ανταμοιβήν, που θα του
έδιδεν ο Θεός στους ουρανούς.
Εβρ. 11,32 Καὶ τί ἔτι
λέγω; ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών,
Βαράκ τε καὶ Σαμψὼν καὶ Ἰεφθάε, Δαυΐδ τε καὶ
Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν,
Εβρ. 11,32 Και τι να διηγούμαι ακόμη; Θα σταματήσω, διότι δεν
θα με πάρη ο χρόνος, να διηγηθώ δια τον Γεδεών, τον Βαράκ και τον Σαμψών και
τον Ιεφθάε, δια τον Δαυίδ και τον Σαμουήλ και τους προφήτας.
Εβρ. 11,33 οἳ διὰ
πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν,
ἔφραξαν στόματα λεόντων,
Εβρ. 11,33 Αυρτοί, χάρις εις την πίστιν των, ηγωνίσθησαν και
κατενίκησαν βασίλεια, ήσκησαν δικαιοσύνην, επέτυχαν την πραγματοποίησιν των
υποσχέσεων του Θεού, έφραξαν τα στόματα των αγρίων λεόντων, όπως ο Δανιήλ,
Εβρ. 11,34 ἔσβεσαν δύναμιν
πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας,
ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν
ἀλλοτρίων·
Εβρ. 11,34 έσβησαν την φοβεράν δύναμιν της φωτιάς, όπως οι
τρεις παίδες, διέφυγαν τον κίνδυνον να σφαγούν με μαχαίρια, όπως ο Ηλίας,
εδυναμώθησαν και έγιναν καλά από αρρώστιες, ανεδείχθησαν κραταιοί και δυνατοί
στον πόλεμον, έκαμψαν και έτρεψαν εις φυγήν πολυάριθμα στρατεύματα ξένων
εχθρών.
Εβρ. 11,35 ἔλαβον γυναῖκες
ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι
δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν,
ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν·
Εβρ. 11,35 Μερικές γυναίκες, χάρις εις αυτήν την πίστιν, επήραν
πάλιν ζωντανούς, δια της αναστάσεως τους νεκρούς των. Αλλοι δε εδέθησαν στο
τύμπανον, στο φοβερά βασανιστικόν εκείνον όργανον, χωρίς να δεχθούν την
απελευθέρωσιν, που τους επρότειναν οι βασανισταί των, εάν ηρνούντο την πίστιν
των, και υπέμειναν το φοβερόν μαρτύριον μέχρι θανάτου, δια να επιτύχουν και
πάρουν ανάστασιν ασυγκρίτως καλυτέραν από την παρούσαν ζωήν.
Εβρ. 11,36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν
καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν
καὶ φυλακῆς·
Εβρ. 11,36 Αλλοι δε εδοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις,
ακόμη δε δεσμά και φυλακήν.
Εβρ. 11,37 ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν,
ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον
ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι,
θλιβόμενοι, κακουχούμενοι,
Εβρ. 11,37 Ελιθοβολήθησαν, επριονίσθησαν, επέρασαν μέσα από
πολλούς πειρασμούς, απέθαναν σφαγέντες με μάχαιραν, περιήρχοντο εδώ και εκεί
φορούντες, αντί για ενδύματα, προβιές και δέρματα γιδιών, στερούμενοι,
θλιβόμενοι, υποβαλλόμενοι εις πολλάς κακουχίας.
Εβρ. 11,38 ὧν οὐκ ἦν
ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι
καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς.
Εβρ. 11,38 Τετοιους αγίους δεν ήτο άξιος να τους έχη ο
αμαρτωλός κόσμος. Επεριπλανώντο εις τις ερημίες, εις τα όρη, εις τα σπήλαια,
εις τις τρύπες της γης.
Εβρ. 11,39 Καὶ οὗτοι
πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν
ἐπαγγελίαν,
Εβρ. 11,39 Και όλοι αυτοί, μολονότι έλαβαν την καλήν και τιμίαν
μαρτυρίαν, ότι ευηρέστησαν στον Θεόν χάρις εις την πίστιν των, δεν απήλαυσαν
πλήρως την υπόσχεσιν της λυτρώσεως και της ουρανίου βασιλείας.
Εβρ. 11,40 τοῦ Θεοῦ περὶ
ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς
ἡμῶν τελειωθῶσι.
Εβρ. 11,40 Διότι ο Θεός επρόβλεψε δι' ημάς κάτι καλύτερον·
δηλαδή να μη απολαύσουν αυτοί πλήρη την τελείωσιν και την μακαριότητα χωρίς
ημάς (αλλ' όλοι μαζή σαν ένα πνευματικόν σώμα να απολαύσωμεν κατά την δευτέραν
παρυσίαν την μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών).
Ιω. 1,44 Τῇ ἐπαύριον
ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν
Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ·
ἀκολούθει μοι.
Ιω. 1,44 Την άλλην ημέραν απεφάσισεν ο Χριστός να
αναχωρήση από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. Ευρίσκει τον Φιλιππον (μαθητήν
και αυτός του Βαπτιστού, από τον οποίον πολλά είχε ακούσει περί του Μεσσίου)
και του λέγει· “έλα κοντά μου”.
Ιω. 1,45 ἦν δὲ ὁ
Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ
Πέτρου.
Ιω. 1,45 Ο δε Φιλιππος κατήγετο από την Βηθσαϊδά, από την
πατρίδα του Ανδρέου και του Πετρου.
Ιω. 1,46 εὑρίσκει
Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν
ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται,
εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ
τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ.
Ιω. 1,46 Ευρίσκει ο Φιλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει·
“αυτόν που έγραψε ο Μωϋσής στον Νομον και προανήγγειλαν οι προφήται εις τα
προφητικά των βιβλία τον ευρήκαμεν· είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την
Ναζαρέτ”.
Ιω. 1,47 καὶ εἶπεν
αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν
εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε.
Ιω. 1,47 Ο Ναθαναήλ όμως είπεν εις αυτόν· “από την
Ναζαρέτ είναι δυνατόν να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο Φιλιππος· “έλα και
ιδέ μόνος σου, δια να πεισθής”.
Ιω. 1,48 εἶδεν ὁ Ἰησοῦς
τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ
λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης
ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.
Ιω. 1,48 Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς
αυτόν και λέγει περί αυτού· “ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης, στον οποίον δεν
υπάρχει πονηρία”.
Ιω. 1,49 λέγει αὐτῷ
Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ
εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι,
ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε.
Ιω. 1,49 Λεγει εις αυτόν ο Ναθαναήλ· “από που με
γνωρίζεις;” Απήντησεν ο Ιησούς και του είπε· “προτού σε φωνάξη ο Φιλιππος, όταν
ήσουνα κάτω από την συκήν, μακρυά από κάθε ανθρώπινον μάτι, εγώ σε είδα”.
Ιω. 1,50 ἀπεκρίθη
Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σὺ εἶ
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς
τοῦ Ἰσραήλ.
Ιω. 1,50 Απεκρίθη τότε ο Ναθαναήλ και του είπε·
“Διδάσκαλε, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, τον
οποίον, σύμφωνα με τις προφητείες, επεριμέναμεν”.
Ιω. 1,51 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς
καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν
σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.
Ιω. 1,51 Του απήντησεν δε ο Ιησούς· “Διότι σου είπα ότι
σε είδα κάτω από την συκήν, πιστεύεις; Θα ίδης ακόμη μεγαλύτερα από αυτά”.
Ιω. 1,52 καὶ λέγει αὐτῷ·
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι
ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς
ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ
τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Ιω. 1,52 Και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν, ώστε να
ακούσουν και οι άλλοι μαθηταί· “σας διαβεβαιώνω, ότι από τώρα θα ίδετε ανοικτόν
τον ουρανόν και τους αγγέλους του Θεού ν' ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, να
συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιόν του ανθρώπου (ο οποίος ως Θεός είναι
κύριος και των αγγέλων)”.