Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη
Ἦταν μοναχοκόρη καὶ πολὺ πλούσια. Ὃ πατέρας της Παφνούτιος ἦταν ὁ πλουσιότερος τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του διακρίνονταν γιὰ τὴν θερμὴ πίστη τους στὸν Θεό.
Δώδεκα χρονῶν ἡ Εὐφροσύνη ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ μητέρα, καὶ ὁ πατέρας της ἀφοσιώθηκε ἀκόμα πιὸ φιλόστοργα στὴν ἐπιμέλεια τῆς κόρης του. Ὅταν ἡ Εὐφροσύνη ἔφθασε στὸ 18ο ἔτος τῆς ἡλικίας της, ὁ πατέρας της θέλησε νὰ τὴν παντρέψει μὲ ἕναν νέο ὑψηλῆς κοινωνικῆς τάξης.
Ὅμως τὴν ψυχὴ τῆς Εὐφροσύνης εἶχε καταλάβει ὁ θεῖος ἔρωτας. Ὁ γάμος καὶ οἱ κοσμικότητες θὰ τῆς ἦταν ἐμπόδιο νὰ ἀφιερωθεῖ συστηματικὰ στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴν ὑπηρεσία τοῦ πλησίον.
Γι’ αὐτὸ κάποια μέρα, ἀφοῦ διαμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς φτωχούς, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες, κατέληξε μεταμφιεσμένη ἀνδρικὰ σὲ κοινόβιο ἀνδρικὸ μοναστῆρι.
Ἐκεῖ πῆρε τὸ ὄνομα Σμάραγδος καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ θαύμαζαν τὸν πνευματικό της ἀγῶνα καὶ τὴ διακονία ποὺ πρόθυμα πρόσφερε σὲ ὅλους. Ἔζησε στὸ μοναστῆρι 38 χρόνια. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς της συναντήθηκε καὶ μὲ τὸν πατέρα της, ὅταν καὶ αὐτὸς ἔγινε μοναχὸς στὸ ἴδιο μοναστῆρι.