Εβρ. 11,17 Πίστει προσενήνοχεν Ἀβραὰμ
τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος, καὶ τὸν μονογενῆ
προσέφερεν ὁ τὰς ἐπαγγελίας ἀναδεξάμενος,
Εβρ. 11,17 Ενεκα της μεγάλης του πίστεως επρόσφερε θυσίαν τον
Ισαάκ ο Αβραάμ, όταν εδοκιμάζετο από τον Θεόν. Και αυτός ο οποίος προηγουμένως
είχε δεχθή και πιστεύσει ολοψύχως εις τας υποσχέσστου Θεού, ότι δια του Ισαάκ
θα εγεννάτο αναρίθμητος λαός, επρόφερε με πίστιν τον μονάκριβον υιόν του.
Εβρ. 11,18 πρὸς ὃν ἐλαλήθη
ὅτι ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα,
Εβρ. 11,18 Διότι εις αυτόν είχε λεχθή προηγουμένως, ότι γνήσιοι
απόγονοι του θα ωνομάζοντο αυτοί, τους οποίους θα είχεν από τον Ισαάκ.
Εβρ. 11,19 λογισάμενος ὅτι καὶ
ἐκ νεκρῶν ἐγείρειν δυνατὸς ὁ Θεός· ὅθεν
αὐτὸν καὶ ἐν παραβολῇ ἐκομίσατο.
Εβρ. 11,19 Εσκέφθη όμως, ότι ο Θεός είναι δυνατός και ικανός
και εκ νεκρών να αναστήση τον Ισαάκ. Δια την πίστιν του ακριβώς αυτήν τον επήρε
πάλιν, και μάλιστα κατά τρόπον, που ο Ισαάκ έγινε προεικόνισμα της θυσίας και
της αναστάσεως του Χριστού, του μονογενούς Υιού του Θεού.
Εβρ. 11,20 Πίστει περὶ
μελλόντων εὐλόγησεν Ἰσαὰκ τὸν Ἰακὼβ καὶ
τὸν Ἠσαῦ.
Εβρ. 11,20 Επειδή επίστευσεν εις τας επαγγελίας του Θεού ο
Ισαάκ, ευλόγησε τον Ιακώβ και τον Ησαύ, δι' όσα έμελλον να συμβούν.
Εβρ. 11,21 Πίστει Ἰακὼβ
ἀποθνήσκων ἕκαστον τῶν υἱῶν Ἰωσὴφ εὐλόγησε,
καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥάβδου
αὐτοῦ.
Εβρ. 11,21 Με πίστιν ο Ιακώβ, όταν επέθαινε, ευλόγησε τα δύο
παιδιά του Ιωσήφ και τα προανήγγειλε ως αρχηγούς δύο φυλών και επροσκύνησε τον
Θεόν, στηριζόμενος, καθό γέρων πλέον, στο άκρον της ράβδου του.
Εβρ. 11,22 Πίστει Ἰωσὴφ
τελευτῶν περὶ τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
ἐμνημόνευσε καὶ περὶ τῶν ὀστέων αὐτοῦ
ἐνετείλατο.
Εβρ. 11,22 Χαρις εις την πίστιν του ο Ιωσήφ, όταν επέθαινε,
ενεθυμήθη εκεί, εις την επιθανάτιον κλίνην του, την έξοδον των Ισραηλιτών από
την Αίγυπτον προς την γην Χαναάν και έδωσεν εντολήν να παραλάβουν μαζή των και
τα οστά του.
Εβρ. 11,23 Πίστει Μωϋσῆς
γεννηθεὶς ἐκρύβη τρίμηνον ὑπὸ τῶν πατέρων αὐτοῦ,
διότι εἶδον ἀστεῖον τὸ παιδίον, καὶ οὐκ ἐφοβήθησαν
τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως.
Εβρ. 11,23 Χαρις εις την πίστιν των γονέων του, όταν εγεννήθη ο
Μωϋσής, εκρατήθη κρυμμένος από αυτούς επί τρεις μήνες, διότι είδαν ωραίον και
χαριτωμένον το παιδίον των, και δεν εφοβήθησαν το διάταγμα του Φαραώ (που
επέβαλλε να θανατώνωνται τα αρσενικά βρέφη των Εβραίων).
Εβρ. 11,24 Πίστει Μωϋσῆς
μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ,
Εβρ. 11,24 Ενεκα της πίστεως του ο Μωϋσής, όταν εμεγάλωσεν,
ηρνήθη να ονομάζεται παιδί της θυγατρός του Φαραώ,
Εβρ. 11,25 μᾶλλον ἑλόμενος
συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ
πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν,
Εβρ. 11,25 και επροτίμησε καλύτερον να ταλαιπωρήται και να
κακοπαθή μαζή με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρόσκαιρον απόλαυσιν μιας
αμαρτωλής και τρυφηλής ζωής, σαν βασιλόπουλο εις τα ανάκτορα.
Εβρ. 11,26 μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος
τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ
Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν.
Εβρ. 11,26 Και από τους θησαυρούς, από τα αγαθά και την δόξαν
της Αιγύπτου, εθεώρησε μεγαλύτερον και πολυτιμότερον πλούτον το να χλευάζεται
και να περιφρονήται, όπως βραδύτερον θα ωνειδίζετο ο Χριστός. Διότι είχε
προσηλωμένα τα μάτια του και επερίμενε με πίστιν της ανταμοιβήν, που θα του
έδιδεν ο Θεός στους ουρανούς.
Εβρ. 11,27 Πίστει κατέλιπεν Αἴγυπτον
μὴ φοβηθεὶς τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως· τὸν
γὰρ ἀόρατον ὡς ὁρῶν ἐκαρτέρησε.
Εβρ. 11,27 Χαρις εις την πίστιν του εγκατέλειψε την Αίγυπτον,
όταν, δια να υπερασπίση ένα Εβραίον, εφόνευσε τον Αιγύπτιον, χωρίς να φοβηθή
τον θυμόν του Φαραώ. Και τούτο, διότι επερίμενε με πίστιν και εγκαρτέρησιν της
βοήθειαν του Θεού του αοράτου, τον οποίον ησθάνετο παρόντα, σαν να τον έβλεπε
με τα σωματικά του μάτια.
Εβρ. 11,28 Πίστει πεποίηκε τὸ
πάσχα καὶ τὴν πρόσχυσιν τοῦ αἵματος, ἵνα μὴ
ὁ ὀλοθρεύων τὰ πρωτότοκα θίγῃ αὐτῶν.
Εβρ. 11,28 Με την πίστιν έκαμε το Πασχα, την θυσίαν του αρνίου,
με το αίμα του οποίου έχρισε τους παραστάτας των εξωτερικών θυρών των οικιών
των Εβραίων, δια να μη εγγίση τα πρωτότοκα των Εβραίων ο εξολεθρευτής άγγελος.
Εβρ. 11,29 Πίστει διέβησαν τὴν
Ἐρυθρὰν θάλασσαν ὡς διὰ ξηρᾶς, ἧς πεῖραν
λαβόντες οἱ Αἰγύπτιοι κατεπόθησαν.
Εβρ. 11,29 Με πίστιν εις την παντοδύναμον βοήθειαν του Θεού
διέβησαν οι Εβραίοι την Ερυθράν θάλασσαν, σαν να επερνούσαν από ξηράν, ενώ οι
Αιγύπτιοι, όταν επεχείρησαν να κάμουν το ίδιο, κατεποντίσθησαν και κατεπόθησαν
από την θάλασσαν.
Εβρ. 11,30 Πίστει τὰ τείχη Ἱεριχὼ
ἔπεσε κυκλωθέντα ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας.
Εβρ. 11,30 Δια της πίστεως έπεσαν τα ισχυρά τείχη της Ιεριχούς,
αφού προηγουμένως επί επτά ημέρας τα περιτριγύριζαν κύκλω οι Ισραηλίται.
Εβρ. 11,31 Πίστει Ῥαὰβ ἡ
πόρνη οὐ συναπώλετο τοῖς ἀπειθήσασι, δεξαμένη τοὺς
κατασκόπους μετ᾿ εἰρήνης.
Εβρ. 11,31 Χαρις εις την πίστιν της η Ραάβ, η πόρνη, δεν
εξωλοθρεύθηκε μαζή με τους απειθείς συμπατριώτας της, διότι είχε δεχθή
προηγουμένως με ειρήνην τους Ισραηλίτας κατασκόπους, τους οποίους είχε στείλει
ο Ιησούς του Ναυή.
Μαρκ. 10,46 Καὶ ἔρχονται εἰς
Ἱεριχώ· καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ
Ἱεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ
ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτίμαιος τυφλὸς
ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν.
Μαρκ. 10,46 Και έρχονται εις την Ιεριχώ. Και καθώς έβγαινε από την
Ιεριχώ αυτός και οι μαθηταί του και πολύς λαός, ένας τυφλός ο Βαρτίμαιος,
δηλαδή το παιδί του Τιμαίου, εκάθητο παράπλευρα στον δρόμον και επαιτούσε.
Μαρκ. 10,47 καὶ ἀκούσας ὅτι
Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ
λέγειν· υἱὲ Δαυΐδ Ἰησοῦ, ἐλέησόν με.
Μαρκ. 10,47 Και όταν ήκουσεν, ότι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος είναι εκεί,
ήρχισε να φωνάζη και να λέγη· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”.
Μαρκ. 10,48 καὶ ἐπετίμων αὐτῷ
πολλοὶ ἵνα σιωπήσῃ· ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον
ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
Μαρκ. 10,48 Και πολλοί τον επέπληττον να σιωπήση. Αυτός όμως πολύ
περισσότερον εφώναζε· “απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”.
Μαρκ. 10,49 καὶ στὰς ὁ
Ἰησοῦς εἶπε· φωνήσατε αὐτόν· καὶ φωνοῦσι
τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ· θάρσει, ἔγειρε·
φωνεῖ σε.
Μαρκ. 10,49 Εσταμάτησε ο Ιησούς και είπε· “καλέσατέ τον”. Και
φωνάζουν τον τυφλόν και του λέγουν· “θάρρος, σήκω, σε καλεί ο Ιησούς”.
Μαρκ. 10,50 ὁ δὲ ἀποβαλὼν
τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς
τὸν Ἰησοῦν.
Μαρκ. 10,50 Αυτός δε επέταξε το εξωτερικόν του ένδυμα, εσηκώθηκε
αμέσως και ήλθε στον Ιησούν.
Μαρκ. 10,51 καὶ ἀποκριθεὶς
λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ
δὲ τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ· ῥαββουνί, ἵνα
ἀναβλέψω.
Μαρκ. 10,51 Ο Ιησούς απεκρίθη και του είπε· “τι θέλεις να σου κάμω;”
(Τον ηρώτησε όχι διότι δεν εγνώριζε το αίτημά του, αλλά δια να του δώση αφορμήν
να εκδηλώση εμπρός εις όλους την προς αυτόν θερμήν του πίστιν). Ο δε τυφλός
είπεν εις αυτόν· “διδάσκαλε, θέλω να αποκτήσω πάλιν το φως των οφθαλμών μου”.
Μαρκ. 10,52 καὶ ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.
καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ
ἐν τῇ ὁδῷ.
Μαρκ. 10,52 Και ο Ιησούς του είπε· “πήγαινε στο καλό· η πίστις σου σε
έχει σώσει”. Και αμέσως εκείνος απέκτησε το φως των οφθαλμών του, έβλεπε καλά
και ακολουθούσε τον Κυριον στον δρόμον προς την Ιερουσαλήμ.