Ἤμουν
στό Κελλί τοῦ πατρός Παϊσίου καί συζητούσαμε τά προβλήματά μου. Ἦταν
χειμώνας καί ἤμασταν μόνοι. Κατά τήν ὥρα τῆς συζητήσεως, ἦρθε στό νοῦ
μου, ἡ ἐπιθυμία μου νά τοῦ ζητήσω νά μοῦ δώση ἕνα σταυρουδάκι γιά τό
πέμπτο μου παιδί, πού εἶχε γεννηθεῖ πρόσφατα.
Γιά ὅλα τά παιδιά μου καί γιά μᾶς τούς γονεῖς, μᾶς εἶχε δώσει ἀπό ἕνα
σταυρουδάκι φτιαγμένο ἀπό τόν ἴδιο μέ ἅγιο Λείψανο μέσα του, τοῦ ὁσίου
Ἀρσενίου τοῦ νονοῦ του.
Ὅμως εἶχα μάθει, ὅτι ταλαιπωρεῖτο μέ ἀρρώστειες καί δέν τολμοῦσα νά τοῦ τό ζητήσω.
Ἔτσι λυπημένος πού δέν τόλμησα νά ζητήσω τό σταυρουδάκι, ἔφυγα ἀπό τό Καλύβι του.