Οἱ Ὅσιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία ἡ συμβία του
Ὑπῆρξαν κατὰ τὸ ἔτος 594 καὶ ἦταν σύζυγοι ἐνάρετοι, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ἦταν εὔποροι καὶ ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀνδρόνικος ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀργυραμοιβοῦ στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀπόκτησε ἀπὸ τὸν γάμο αὐτὸ δύο παιδιά, ποὺ ὅμως πέθαναν. Αὐτὸ κατέθλιβε τοὺς δύο γονεῖς καὶ γιὰ νὰ βροῦν παρηγοριὰ κατέφυγαν γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους.
Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Αἴγυπτο, ὅπου μὲ κοινὴ ἀπόφαση ἔγιναν μοναχοὶ καὶ μπῆκαν σὲ μοναστῆρι. Ὁ μὲν Ἀνδρόνικος πῆγε στὴ Μονὴ τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ, ἡ δὲ γυναῖκά του Ἀθανασία στὴν γυναικεία Μονὴ τῶν Ταβεννησιωτῶν.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀσκητικὰ πέρασαν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τὴν χλαῖναν τὴν θεοΰφαντον, κατεποικίλατε χρόαις τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, ὁμοφρόνως ἐν σπουδῇ ἄμφω ἀσκήσαντες· ὅθεν ὑμῶν τὴν σιωπήν, ἡ τρισάγιος ᾠδή, ἐδέξατο ἐν ὑψίστοις, Ἀνδρόνικε σὺν τῇ θείᾳ, Ἀθανασίᾳ τῇ θεόφρονι.
Ὑπῆρξαν κατὰ τὸ ἔτος 594 καὶ ἦταν σύζυγοι ἐνάρετοι, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ἦταν εὔποροι καὶ ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀνδρόνικος ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀργυραμοιβοῦ στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀπόκτησε ἀπὸ τὸν γάμο αὐτὸ δύο παιδιά, ποὺ ὅμως πέθαναν. Αὐτὸ κατέθλιβε τοὺς δύο γονεῖς καὶ γιὰ νὰ βροῦν παρηγοριὰ κατέφυγαν γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους.
Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Αἴγυπτο, ὅπου μὲ κοινὴ ἀπόφαση ἔγιναν μοναχοὶ καὶ μπῆκαν σὲ μοναστῆρι. Ὁ μὲν Ἀνδρόνικος πῆγε στὴ Μονὴ τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ, ἡ δὲ γυναῖκά του Ἀθανασία στὴν γυναικεία Μονὴ τῶν Ταβεννησιωτῶν.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀσκητικὰ πέρασαν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τὴν χλαῖναν τὴν θεοΰφαντον, κατεποικίλατε χρόαις τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, ὁμοφρόνως ἐν σπουδῇ ἄμφω ἀσκήσαντες· ὅθεν ὑμῶν τὴν σιωπήν, ἡ τρισάγιος ᾠδή, ἐδέξατο ἐν ὑψίστοις, Ἀνδρόνικε σὺν τῇ θείᾳ, Ἀθανασίᾳ τῇ θεόφρονι.