20 κατὰ τὴν ἀποκαραδοκίαν καὶ ἐλπίδα μου ὅτι ἐν οὐδενὶ αἰσχυνθήσομαι, ἀλλ' ἐν πάσῃ παρρησίᾳ, ὡς πάντοτε, καὶ νῦν μεγαλυνθήσεται Χριστὸς ἐν τῷ σώματί μου εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου.
Ζωὴ ἢ θάνατος, τί εἶναι προτιμότερον;
21 Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος.
22 Εἰ δὲ τὸ ζῆν ἐν σαρκί, τοῦτό μοι καρπὸς ἔργου, καὶ τί αἱρήσομαι οὐ γνωρίζω.
23 συνέχομαι δὲ ἐκ τῶν δύο, τὴν ἐπιθυμίαν ἔχων εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι· πολλῷ γὰρ μᾶλλον κρεῖσσον·
24 τὸ δὲ ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκὶ ἀναγκαιότερον δι' ὑμᾶς.
25 Καὶ τοῦτο πεποιθώς οἶδα ὅτι μενῶ καὶ συμπαραμενῶ πᾶσιν ὑμῖν εἰς τὴν ὑμῶν προκοπὴν καὶ χαρὰν τῆς πίστεως,
26 ἵνα τὸ καύχημα ὑμῶν περισσεύῃ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐν ἐμοὶ διὰ τῆς ἐμῆς παρουσίας πάλιν πρὸς ὑμᾶς.
Ἐνθάρρυνσις
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
27
Μόνον νὰ ζῆτε ἄξια πρὸς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, εἴτε ἔλθω καὶ
σᾶς ἰδῶ, εἴτε εἶμαι ἀπών, νὰ ἀκούσω γιὰ σᾶς, ὅτι στέκεσθε σταθεροὶ μὲ
ἕνα πνεῦμα, ἀγωνιζόμενοι μὲ μιὰ ψυχὴ διὰ τὴν πίστιν τοῦ εὐαγγελίου.
20
σύμφωνα πρὸς τὴν προσδοκίαν καὶ τὴν ἐλπίδα μου, ὅτι δὲν θὰ ντροπιασθῶ
σὲ τίποτε, ἀλλὰ θὰ μιλήσω μὲ θάρρος ὥστε, ὅπως πάντοτε, καὶ τώρα ὁ
Χριστὸς θὰ δοξασθῇ εἰς τὸ σῶμά μου, εἰτε ζήσω εἴτε πεθάνω.
Ζωὴ ἢ θάνατος, τί εἶναι προτιμότερον;
21 Διότι δι’ ἐμὲ ζωὴ σημαίνει Χριστὸς καὶ θάνατος σημαίνει κέρδος.
22 Ἀλλ’ ἐὰν τὸ νὰ ζῶ εἰς τὸ σῶμα, μοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἐργασθῶ μὲ καρποφορίαν, δὲν ξέρω τί νὰ προτιμήσω.
23 Πιέζομαι καὶ ἀπὸ τὰ δύο: ἔχω τὴν ἐπιθυμίαν νὰ πεθάνω καὶ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, διότι τοῦτο εἶναι πολὺ καλύτερον·
24 τὸ νὰ παραμένω ὅμως εἰς τὸ σῶμα εἶναι ἀναγκαιότερον γιὰ σᾶς.
25
Εἶμαι βέβαιος γι’ αὐτὸ καὶ ξέρω ὅτι θὰ μείνω καὶ θὰ εἶμαι μεταξὺ ὅλων
σας διὰ τὴν πρόοδόν σας καὶ τὴν χαράν σας εἰς τὴν πίστιν,
26 ὥστε, ὅταν εἶμαι πάλιν μαζί σας, νὰ αὐξηθῇ τὸ καύχημά σας δι’ ἐμέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἐνθάρρυνσις
Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. ζ΄ 17-30 )
17 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ.
Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής
18 Καὶ ἀπήγγειλαν Ἰωάννῃ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ πάντων τούτων.
19 Καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ὁ Ἰωάννης ἔπεμψε πρὸς τὸν Ἰησοῦν λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;
20 Παραγενόμενοι δὲ πρὸς αὐτὸν οἱ ἄνδρες εἶπον· Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀπέσταλκεν ἡμᾶς πρός σε λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;
21 Ἐν αὐτῇ δὲ τῇ ὥρᾳ ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν, καὶ τυφλοῖς πολλοῖς ἐχαρίσατο τὸ βλέπειν.
22 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἃ εἴδετε καὶ ἠκούσατε· τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται, πτωχοὶ εὐαγγελίζονται·
23 καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί.
24 Ἀπελθόντων δὲ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους περὶ Ἰωάννου· τί ἐξεληλύθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον;
25 Ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; Ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; Ἰδοὺ οἱ ἐν ἱματισμῷ ἐνδόξῳ καὶ τρυφῇ ὑπάρχοντες ἐν τοῖς βασιλείοις εἰσίν.
26 Ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; Προφήτην; Ναὶ λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου.
27 Οὗτός ἐστι περὶ οὗ γέγραπται, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου·
28 λέγω γὰρ ὑμῖν, μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ οὐδείς ἐστιν· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ μείζων αὐτοῦ ἐστι.
29 Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου·
30 οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ νομικοὶ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ ἠθέτησαν εἰς ἑαυτούς, μὴ βαπτισθέντες ὑπ᾿ αὐτοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
17 Αὐτὴ ἡ φήμη γι’ αὐτὸν διαδόθηκε εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ εἰς ὅλην τὴν περίχωρον.
Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής
18 Οἱ μαθηταί του ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Ἰωάννην ὅλα αὐτά.
19
Καὶ ὁ Ἰωάννης προσκάλεσε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, καὶ τοὺς ἔστειλε εἰς
τὸν Ἰησοῦν νὰ τοῦ ποῦν, «Σὺ εἶσαι ἐκεῖνος ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ ἢ ἄλλον νὰ
περιμένωμεν;».
20
Οἱ ἄνδρες ἦλθαν εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν· «Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς μᾶς
ἔστειλε σ’ ἐσὲ καὶ ρωτᾶ, «Σὺ εἶσαι ἐκεῖνος ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ ἢ ἄλλον νὰ
περιμένωμεν;».
21
Κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ ἀσθένειες, βαρειὰ νοσήματα
καὶ ἀπὸ πονηρὰ πνεύματα καὶ εἰς πολλοὺς ἐχάρισε τὸ φῶς.
22
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Πηγαίνετε καὶ πέστε εἰς τὸν Ἰωάννην ἐκεῖνα
ποὺ εἴδατε καὶ ἀκούσατε: τυφλοὶ ξαναβλέπουν, χωλοὶ περπατοῦν, λεπροὶ
καθαρίζονται καὶ κωφοὶ ἀκούουν, νεκροὶ ἀνασταίνονται καὶ πτωχο ἀκούουν
τὸν χαρμόσυνον ἄγγελμα·
23 καὶ μακάριος ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ κλονισθῇ ἡ ἐμπιστοσύνη του σ’ ἐμέ».
24
Ὅταν ἔφυγαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἰωάννου, ἄρχισε νὰ μιλῇ εἰς τὸν κόσμον
διὰ τὸν Ἰωάννην, «Τί ἐβγήκατε εἰς τὴν ἔρημον νὰ ἰδῆτε; Ἕνα καλάμι ποὺ
σαλεύεται ἀπὸ τὸν ἀέρα; Ὄχι;
25
Ἀλλὰ τότε τί ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε; Ἄνθρωπον ποὺ φορεῖ μαλακὰ φορέματα;
Ἐκεῖνοι ποὺ φοροῦν λαμπρὰ ἐνδύματα καὶ ποὺ ζοῦν σὲ ἀπολαύσεις εἶναι σὲ
ἀνάκτορα.
26 Ἀλλὰ τί ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε; Ἕνα προφήτην; Ναί, σᾶς λέγω καὶ κάτι περισσότερον ἀπὸ προφήτην.
27 Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος διὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένον, Ἰδού, ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἀγγελιαφόρον μου πρὶν ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος θὰ προετοιμάσῃ τὸν δρόμον σου ἐμπρός σου.
28
Σᾶς λέγω, ὅτι μεταξὺ τῶν γεννηθέντων ὑπὸ τῶν γυναικῶν δὲν ὑπάρχει
μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν· καὶ ὅμως ὁ μικρότερος εἰς τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτὸν».
29 Καὶ ὅλος ὁ κόσμος καὶ οἱ τελῶναι, ὅταν τὸ ἄκουσαν, ἔδωκαν δίκηο εἰς τὸν Θεὸν διότι εἶχαν βαπτισθῆ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου.
30 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως καὶ οἱ νομικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀρνηθῆ τὸ βάπτισμά του, ἐματαίωσαν τὸ σχέδιον ποὺ εἶχεν ὁ Θεὸς γι’ αὐτούς.