1)
Κάποια φορά, ένας νέος Ιερέας πού πολύ ευλαβείτο τον Γέροντα Αμβρόσιο,
όπως και τη Γερόντισσα Παρθενία, τον πήρε και επισκέφθηκαν το Μοναστήρι
του Όσιου Λουκά στο Στείριο Βοιωτίας. Αφού ευχαριστήθηκαν στο
προσκύνημα, ξεκίνησαν χαρούμενοι να επιστρέψουν στο Μοναστήρι του
Δαδιού, ανεβαίνοντας πάλι στο βουνό ψηλά, με την προοπτική να κατεβούν
στη Δαύλεια.
Στα ενδιάμεσα της διαδρομής, τούς σταμάτησε ένας γέροντας πολύ καλά ντυμένος και σεβάσμιος:
--Με συγχωρείτε πάρα πολύ, μπορείτε να με πάρετε ως τη Δαύλεια; τους ρώτησε,
--Γέροντα, τί λέτε, να τον πάρω; ρώτησε σιγά ό ιερέας τον Γέροντα.
--Μα, βέβαια, συμφώνησε αυτός.
Μπήκε μέσα ό άνθρωπος, κάθισε σεμνά στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησαν. Στο μισό περίπου της διαδρομής, πριν φτάσουν μέχρι κάτω, ρώτησε ό Γέροντας τον ξένο:
--Δεν μου λες, γεροντάκι, έχεις ανέβει ποτέ εσύ στα βουνά εδώ πάνω;
--Πώς, βεβαίως, τα έχω επισκεφθεί, του απάντησε ό άλλος.
Όταν έφτασαν στο σημείο πού τους ζήτησε, ό ξένος άνοιξε την πόρτα, γύρισε και τους είπε:
--Να είναι ευλογημένη ή ώρα του ταξιδιού σας! Κι έφυγε.
Λίγο πιο κάτω, στράφηκε παραξενεμένος ό νέος ιερέας και είπε:
--Γέροντα, να σε ρωτήσω κάτι;
Στα ενδιάμεσα της διαδρομής, τούς σταμάτησε ένας γέροντας πολύ καλά ντυμένος και σεβάσμιος:
--Με συγχωρείτε πάρα πολύ, μπορείτε να με πάρετε ως τη Δαύλεια; τους ρώτησε,
--Γέροντα, τί λέτε, να τον πάρω; ρώτησε σιγά ό ιερέας τον Γέροντα.
--Μα, βέβαια, συμφώνησε αυτός.
Μπήκε μέσα ό άνθρωπος, κάθισε σεμνά στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησαν. Στο μισό περίπου της διαδρομής, πριν φτάσουν μέχρι κάτω, ρώτησε ό Γέροντας τον ξένο:
--Δεν μου λες, γεροντάκι, έχεις ανέβει ποτέ εσύ στα βουνά εδώ πάνω;
--Πώς, βεβαίως, τα έχω επισκεφθεί, του απάντησε ό άλλος.
Όταν έφτασαν στο σημείο πού τους ζήτησε, ό ξένος άνοιξε την πόρτα, γύρισε και τους είπε:
--Να είναι ευλογημένη ή ώρα του ταξιδιού σας! Κι έφυγε.
Λίγο πιο κάτω, στράφηκε παραξενεμένος ό νέος ιερέας και είπε:
--Γέροντα, να σε ρωτήσω κάτι;