Δὲν
εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ κοιτώντας γύρω μας διαπιστώνουμε τὸ ὀλιγάριθμο τῶν
πιστῶν χριστιανῶν. Πόσοι ἀλήθεια ἐκκλησιάζονται κάθε Κυριακή; Πόσοι τηροῦν τὶς
νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας; Πόσοι ἐξομολογοῦνται καὶ κοινωνοῦν μὲ
προετοιμασία; Πόσοι ζοῦν συνειδητὰ τὴ ζωὴ ποὺ ζητᾶ ὁ Κύριός μας καὶ ὁρίζει τὸ Εὐαγγέλιό
Του; Λίγοι. Ἐλάχιστοι. Καὶ ὅσο συνειδητοποιοῦμε τὸ ἐλάχιστο αὐτὸ ποσοστό, τόσο
καὶ ἀπογοητευόμαστε καὶ ἀπελπιζόμαστε. Καὶ τελικὰ ἀναρωτιώμαστε: ἂν εἶναι ἔτσι,
ποιοὶ λοιπὸν θὰ σωθοῦν; Ποιοὶ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ ἀπολαύσουν τὴ χαρὰ τῆς μελλούσης
Βασιλείας τῶν οὐρανῶν;
Ὅμως τὸ ἐρώτημα οὔτε ἀναδύεται ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα ἀπογοητευτικὴ
πραγματικότητα οὔτε πρωτοφανὲς καὶ σύγχρονο εἶναι. Εἶναι ἐρώτημα σύγχρονο τῆς ἐποχῆς
τοῦ Κυρίου. Τέθηκε στὸν ἴδιο τὸν Κύριο 2.000 χρόνια πρίν. Κάποιος δηλαδὴ Τὸν
ρώτησε: