Κάποιος Χριστιανός από την Κωνσταντινούπολη μεταβαίνοντας στην πανηγύρι του Αγίου Μηνά, κατέλυσε σ’ ένα ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος, που τον αντελήφθη ότι είχε χρήματα μαζί του, σηκώθηκε κατά τα μεσάνυχτα και τον σκότωσε. Έπειτα, αφού κομμάτιασε τα μέλη του, τα έβαλε σ’ ένα ζεμπίλι και τα κρέμασε, αναμένοντας να ξημερώσει, για να τα εξαφανίσει.
Ενώ όμως ο φονιάς βρισκόταν σε αγωνία και μέριμνα, πώς, πού και πότε να
εξαφανίσει τα μέλη του σκοτωμένου χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, νάσου
και του παρουσιάζεται ο Άγιος Μηνάς ως στρατιώτης καβαλάρης και τον ρωτά
τί έγινε ο ξένος που κατέλυσε στο πανδοχείο του τη νύκτα. Ο
ξενοδόχος προσποιείται παντελή άγνοια. Τότε ο Άγιος καταβαίνοντας από
το άλογο μπήκε στο εσωτερικό της οικίας και πήγε ίσια προς το ζεμπίλι.
Αφού το κατέβασε, κοίταξε με άγριο βλέμμα τον φονιά και του είπε.
Ποιός είναι αυτός;