Η μεγάλη εἴδηση ποὺ καθημερινὰ εὐαγγελίζεται στὸν κόσμο ὁ χριστιανισμός, εἶναι ὅτι ἕνα πράγμα ἀξιολογεῖται πλήρως ὡς πρὸς τὴν ἀξία του, ἂν κρίνεται ὄχι κατὰ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία του.
Νὰ ἀξιολογεῖτε τὰ πράγματα, ὄχι ἀνάλογα μὲ τὸ χρῶμα καὶ τὸ σχῆμα τους,
ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὸ νόημά τους. Νὰ ἀξιολογεῖτε τὸν κάθε ἄνθρωπο ὄχι κατὰ
τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν περιουσία του, κατ’ ὄψιν δηλαδή, ἀλλὰ κατὰ τὴν
καρδιὰ του – ἐκεῖ, ὅπου τὰ αἰσθήματα, ὁ νοῦς καὶ ἡ βούλησή του
ἑνώνονται.
Μὲ αὐτὸ τὸ μέτρο (ποὺ ἀποτελεῖ πάντοτε ἕνα νέο δίδαγμα γιὰ τὸν κόσμο),
ἐκεῖνος ποὺ ἐξωτερικὰ εἶναι ὑποδουλωμένος δὲν εἶναι δοῦλος, καὶ ἐκεῖνος
ποὺ ἔχει ἐξωτερικὴ -σωματικὴ- ἐλευθερία, δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Ἀνάλογα μὲ
τὴν κοσμικὴ κατανόηση, δοῦλος εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀπολαμβάνει ἐλάχιστα
τὸν κόσμο καὶ ἐλεύθερος αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀπολαμβάνει πολὺ τὸν κόσμο.
Ὅμως, κατὰ τὴ χριστιανικὴ ἀντίληψη, δοῦλος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
ἀπολαμβάνει ἐλάχιστα ἀπὸ τὸν ζῶντα Χριστό, ἐνῶ ἐλεύθερος εἶναι ἐκεῖνος ὁ
ὁποῖος ἀπολαμβάνει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο τὸν ζῶντα Χριστό.