Πραξ. 1,12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς
Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος,
ὅ ἔστιν ἐγγὺς Ἱερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν.
Πραξ. 1,12 Τοτε οι μαθηταί επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ από το
όρος, που ελέγετο Ελαιών και το οποίον είναι πλησίον της Ιερουσαλήμ, εις
απόστασιν ενός και κάτι χιλιομέτρου, όσον δηλαδή επετρέπετο στους Ισραηλίτας να
βαδίσουν κατά την ημέραν του Σαββάτου.
Πραξ. 1,13 καὶ ὅτε εἰσῆλθον,
ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν
καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης
καὶ Ἀνδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ
Ματθαῖος, Ἰάκωβος Ἀλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς
καὶ Ἰούδας Ἰακώβου.
Πραξ. 1,13 Και όταν εισήλθαν εις την πόλιν, ανέβηκαν στο γνωστόν
υπερώον, όπου συνήθως συνηντώντο και παρέμεναν οι μαθηταί, ο Πετρος και ο
Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο Ανδρέας, ο Φιλιππος και ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος και
ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου και ο Σιμων ο Ζηλωτής και ο Ιούδας ο
υιός του Ιακώβου.
Πραξ. 1,14 οὗτοι πάντες ἦσαν
προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ
τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ
τοῦ Ἰησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς
αὐτοῦ.
Πραξ. 1,14 Ολοι αυτοί με μια ψυχή και με μια καρδιά ακούραστα
προσηύχοντο και εδέοντο στον Θεόν μαζή και με άλλας ευσεβείς γυναίκας, που
είχαν ακολουθήσει τον Κυριον, όπως επίσης μαζή με την Μαρίαν την μητέρα του
Ιησού και με αυτούς, που ενομίζοντο αδελφοί του.
Πραξ. 1,15 Καὶ ἐν ταῖς
ἡμέραις ταύταις ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν
μαθητῶν εἶπεν· ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ
τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν·
Πραξ. 1,15 Και κατά τας ημέρας αυτάς εσηκώθηκε ο Πετρος στο
μέσον των μαθητών και είπε· ήσαν δε εκεί συνηθροισμένοι εκατόν είκοσι περίπου
πρόσωπα·
Πραξ. 1,16 ἄνδρες ἀδελφοί,
ἔδει πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην ἣν προεῖπε
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ στόματος Δαυΐδ περὶ Ἰούδα
τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς συλλαβοῦσι τὸν Ἰησοῦν,
Πραξ. 1,16 “άνδρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθή ακριβώς η
προφητεία της Γραφής, την οποίαν προείπε το Πνεύμα το Αγιον με το στόμα του
Δαυίδ δια τον Ιούδαν, ο οποίος έγινε οδηγός εκείνων, που συνέλαβαν τον Ιησούν.
Πραξ. 1,17 ὅτι κατηριθμημένος
ἦν σὺν ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον
τῆς διακονίας ταύτης.
Πραξ. 1,17 Η προφητεία λέγει, ότι είχε και αυτός συμπεριληφθή
στον αριθμόν μας και έλαβεν εκ μέρους του Θεού ως τιμητικήν δωρεάν, ωσάν θείον
λαχνόν, μέρος εις την αποστολικήν αυτήν διακονίαν.
Πραξ. 1,21 δεῖ οὖν τῶν
συνελθόντων ἡμῖν ἀνδρῶν ἐν παντὶ χρόνῳ
ἐν ᾧ εἰσῆλθε καὶ ἐξῆλθε ἐφ᾿
ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς,
Πραξ. 1,21 Δια να εκπληρωθή και η τελευταία αυτή φράσις της
προφητείας, πρέπει να πάρη την θέσιν του Ιούδα μεταξύ των Αποστόλων ένας από
τους άνδρας εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζή μας όλον τον καιρόν, από τότε που ο
Κυριος εισήλθε εις την δημοσίαν δράσιν μέχρι την ημέραν, που έφυγε από ημάς.
Πραξ. 1,22 ἀρξάμενος ἀπὸ
τοῦ βαπτίσματος Ἰωάννου ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἀνελήφθη
ἀφ᾿ ἡμῶν, μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ
γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων.
Πραξ. 1,22 Δηλαδή από την ημέραν της βαπτίσεώς του υπό του
Ιωάννου, μέχρι και της ημέρας, που ανελήφθη στους ουρανούς. Αυτός δε που θα
πάρη τώρα το αποστολικόν αξίωμα πρέπει να γίνη μάρτυς και κήρυξ, μαζή με ημάς,
της αναστάσεως του Κυρίου”.
Πραξ. 1,23 Καὶ ἔστησαν
δύο, Ἰωσὴφ τὸν καλούμενον Βαρσαββᾶν, ὃς ἐπεκλήθη
Ἰοῦστος, καὶ Ματθίαν,
Πραξ. 1,23 Και επρότειναν δύο, τον Ιωσήφ, που ελέγετο Βαρσαββάς
και έλαβε κατόπιν το επώνυμον Ιούστος, και τον Ματθίαν.
Πραξ. 1,24 καὶ προσευξάμενοι
εἶπον· σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ὃν
ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα,
Πραξ. 1,24 Και προσηυχήθησαν οι μαθηταί και είπαν· “Συ, Κυριε,
που γνωρίζεις τας καρδίας όλων, φανέρωσε και ανάδειξε εκείνον, που εδιάλεξες,
ένα από τους δύο τούτους,
Πραξ. 1,25 λαβεῖν τὸν
κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ
ἧς παρέβη Ἰούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν
ἴδιον.
Πραξ. 1,25 δια να λάβη, σαν θείον λαχνόν, το αξίωμα της
υπηρεσίας αυτής, δηλαδή το αποστολικόν, από το οποίον εξέπεσε ο Ιούδας, δια να
πορευθή στον τόπον της καταδίκης, που του ήρμοζε”.
Πραξ. 1,26 καὶ ἔδωκαν
κλήρους αὐτῶν, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ
Ματθίαν, καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων.
Πραξ. 1,26 Και έβαλαν κλήρους με τα ονόματα των δύο και έπεσε ο
κλήρος στον Ματθίαν, ο οποίος και κατετάχθη μαζή με τους ένδεκα Αποστόλους.
Ματθ. 21,28 Τί δὲ ὑμῖν
δοκεῖ; ἄνθρωπός τις εἶχε τέκνα δύο, καὶ προσελθὼν
τῷ πρώτῳ εἶπε· τέκνον, ὕπαγε σήμερον ἐργάζου
ἐν τῷ ἀμπελῶνί μου.
Ματθ. 21,28 Ποίαν δε γνώμην έχετε δι' αυτό, που θα σας πω; Ενας
άνθρωπος είχε δύο υιούς και προσελθών στον πρώτον είπε· παιδί μου, πήγαινε να
εργασθής σήμερα στο αμπέλι μου.
Ματθ. 21,29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν· οὐ θέλω· ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς
ἀπῆλθε.
Ματθ. 21,29 Εκείνος δε αποκριθείς είπε· Δεν θέλω· ύστερα όμως
μετεμελήθη, άλλαξε γνώμην και επήγε.
Ματθ. 21,30 καὶ προσελθὼν
τῷ δευτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν· ἐγώ, κύριε· καὶ οὐκ ἀπῆλθε.
Ματθ. 21,30 Και προσελθών ο πατέρας στο δεύτερο παιδί του είπε ο,τι και
στο πρώτον. Εκείνος δε αποκριθείς είπε· ευχαρίστως, κύριε, πηγαίνω στο αμπέλι”·
αλλά δεν επήγε.
Ματθ. 21,31 τίς ἐκ τῶν δύο
ἐποίησε τὸ θέλημα τοῦ πατρός; λέγουσιν αὐτῷ·
ὁ πρῶτος. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ
αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ.
Ματθ. 21,31 Ποίος από τους δυό έκαμε το θέλημα του πατρός;” Λεγουν
εις αυτόν· “ο πρώτος”. Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι οι
τελώναι και αι πόρναι, οι οποίοι έδειξαν εις την αρχήν ανυπακοήν προς τον Θεόν,
τώρα επειδή μετενόησαν προπορεύονται εις την βασιλείαν του Θεού από σας, οι
οποίοι με τα λόγια μόνον και όχι με τα έργα δείχνετε υπακοήν στον Θεόν.
Ματθ. 21,32 ἦλθε γὰρ πρὸς
ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ
οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι
καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς
δὲ ἰδόντες οὐ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι
αὐτῷ.
Ματθ. 21,32 Διότι ήλθε προς σας ο Ιωάννης κηρύττων και φανερώνων με
τα έργα του και τα λόγια του τον δρόμον της δικαιοσύνης και δεν επιστεύσατε εις
αυτόν. Οι τελώναι όμως και αι πόρναι επίστευσαν εις αυτόν. Σεις δε, και όταν
είδατε αυτούς να πιστεύουν, δεν μετενοήσατε, ώστε να πιστεύσετε ύστερα εις
αυτόν.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/