ΟΜΙΛΙΑ
3η
π.
Ἀθανασίου
Μυτιληναίου
“Λόγοι
Ἀφυπνίσεως”
Ὁ Θεός προστατεύει τόν Προφήτη Του.
Ἀλλ᾿
ὅμως
ὁ Θεός,
ἀγαπητοί
μου,
προστατεύει
τόν
Προφήτη
Του.
τόν
προστατεύει
ἀπό
τήν
ὀργή
τοῦ
Ἀχαάβ.
Διότι
ὅταν
ἄκουσε
αὐτά
ὁ Ἀχαάβ,
ἔμεινε
ἔκπληκτος.
Καί
πρίν
προλάβει
νά
ἀντιδράσει,
ὁ Προφήτης
ἐξαφανίστηκε.
Γι᾿
αὐτό
σᾶς
εἶπα
ὅτι
σάν
ἀστραπή
παρουσιάστηκε
καί
σάν
βροντή
ἔφυγε.
Καί
ἐπειδή
δέν
πρόλαβε
ὁ Ἀχαάβ νά ἀντιδράσει,
καταδιώκει
τόν
Προφήτη.
Ὁ Θεός
ὅμως
προστατεύει
τόν
Προφήτη
Του,
ὄχι
μόνο
ἀπό
τήν
ὀργή
τοῦ
Ἀχαάβ,
ἀλλά
καί
ἀπό
τόν
ἐνσκύψαντα
λιμό,
τήν
πείνα
πού
ἔπεσε.
«Καί
ἐγένετο
ῥῆμα
Κυρίου
πρός
Ἠλιού»,
καί
δόθηκε
ἐντολή
ἀπό
τόν
Κύριο
πρός
τόν
Ἠλία.
«πορεύου
ἐντεῦθεν
κατά
ἀνατολάς
καί
κρύβηθι
ἐν τῷ χειμάῤῥῳ
Χοῤῥάθ-
τοῦ
ἐπί
προσώπου
Ἰορδάνου.
Καί
ἔσται
ἐκ
τοῦ
χειμάῤῥου
πίεσαι
ὕδωρ,
καί
τοίς
κόραξιν
ἐντελοῦμαι
διατρέφειν
σε
ἐκεῖ.1»
Φῦγε,
κρύψου.
Φῦγε,
κρύψου
σ᾿
ἐκεῖνον
τόν
χείμαρρο,
τόν
Χορράθ,
πού
βλέπει
πρός
τά
ἀνατολικά
καί
πού
χύνεται
στόν
Ἰορδάνη.
Πήγαινε
κρύψου
ἐκεῖ·
ἐκεῖ θά βρεῖς
νερό
–γιατί
νερό
δέν
ὑπήρχε,
ἐξ αἰτίας
τῆς
ἀνομβρίας.
Ἐκεί
θά
βρεῖς
νερό.
Καί
ἐγώ
θά
στέλνω
τά
κοράκια
μου,
πού
ἐγώ
τά
παραγγέλλω
νά
τό
κάνουν
αὐτό,
νά
σέ
διατρέφουν.